Η
παρούσα ανοιχτή επιστολή αφορά στο
νομοσχέδιο του Υ.Δ. «Μεταρρυθμίσεις
αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και
τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού
δικαίου»
που αυτές τις ημέρες συζητείται στην
Βουλή και απευθύνεται σε όλους,
Βουλευτές, κόμματα, φορείς και κυβέρνηση.
Διαπιστώσαμε ότι υπάρχουν βουλευτές,
κόμματα αλλά και φορείς που διαφωνούν
με την μεταρρύθμιση χωρίς πραγματικά
επιχειρήματα και χωρίς να προχωρούν σε
πειστικές αντιπροτάσεις βελτίωσης του
υφισταμένου πλαισίου.
Παρόλο
που όλοι αναγνωρίζουν ότι αφορά ένα
κοινωνικό πρόβλημα και ότι υπάρχουν
σοβαρά προβλήματα στο ισχύον νομοθετικό
πλαίσιο (1983), οι μέχρι τώρα κυβερνήσεις
έμεναν σε ευχολόγια, χωρίς να τολμούν
να προχωρούν σε αποφάσεις. Από το 2007
μέχρι σήμερα έχουν συσταθεί από όλες
τις κυβερνήσεις νομοπαρασκευαστικές
επιτροπές που ό,τι και να πρότειναν
έμεναν στα συρτάρια των Υπουργών
Δικαιοσύνης αποφεύγοντας να προχωρήσουν
σε οποιαδήποτε λύση των προβλημάτων.
Τα διαζύγια όμως αυξάνονται γεωμετρικά
δημιουργώντας ένα τεράστιο κύμα πολιτών
που συνειδητοποιούν και συναντούν στην
καθημερινότητα τους τα προβλήματα που
σε τελική ανάλυση αφορούν στην γονεϊκή
ιδιότητα τους και στην ανατροφή των
παιδιών.
Το
ισχύον πλαίσιο σε περίπτωση διαζυγίου
αφαιρεί την γονεϊκή
ιδιότητα από
τον ένα γονέα και την αναθέτει ολοκληρωτικά
στον άλλο. Ο εξαιρετικός νόμος του 1983
που έφερε ισότητα στο γάμο, στα παιδιά
εκτός γάμου με τα εντός γάμου, που
κατάργησε την προίκα κ.α. στην περίπτωση
διαζυγίου όμως, δυστυχώς, συνέχισε την
λογική της αποκλειστικής επιμέλειας(ανατροφής)
από ένα γονέα που υπήρχε στον Α.Κ. από
το 1946. Πιθανότατα η τότε νομική θεωρία
δεν είχε στοιχεία από έρευνες επιστημονικές
και άλλες πληροφορίες που στην πορεία
των 40 ετών που μεσολάβησαν έδωσαν
κοινωνιολογικά και οικονομικά δεδομένα
και πρότειναν δοκιμασμένες λύσεις.
Όποια
όμως και να ήταν η αιτία, τα αποτελέσματα
είναι αυτά που βιώνουν πολλές γενιές,
χιλιάδες παιδιά και πολίτες από τότε
μέχρι σήμερα. Αυτό που συμβαίνει είναι
ότι σε περίπτωση τυχόν διαζυγίου ή
χωρισμού και διαφωνίας, αναλαμβάνει ο
ένας γονέας την ανατροφή του παιδιού
και ο άλλος μετατρέπεται σε επισκέπτη-μακρινό
συγγενή του παιδιού, χωρίς να συμβάλλει
στην ανατροφή του παρά μόνο σε οικονομικό
επίπεδο και αυτό μετά από δικαστική
απόφαση. Άρα στη δικαστική και δικηγορική
πρακτική συνεχίστηκε η λογική της
αποκλειστικής ανάθεσης σε έναν γονέα,
ακόμα και αν ο άλλος γονιός ήθελε να
συμβάλλει στην ανατροφή του παιδιού
και στην καθημερινότητα του και αυτό
αποτυπώνεται στο 100% των δικαστικών
αποφάσεων σε περίπτωση διαφωνίας σε
σχέση με οτιδήποτε αφορούσε στην ανατροφή
του παιδιού τα τελευταία 40 χρόνια. Πως
όμως είναι δεδομένο (στην εφαρμογή) ότι
όλοι οι γονείς είναι κατά 50 % ακατάλληλοι
για ανατροφή των παιδιών τους, επειδή
χωρίζουν;
Επομένως
το ισχύον νομικό πλαίσιο δεν
αποτυπώνει
τις σύγχρονες κοινωνικές αλλαγές, δεν
καλύπτει
τις σύγχρονες ανάγκες των παιδιών για
ολοκληρωμένη ανάπτυξη της προσωπικότητας
τους με την συνδόμηση του χαρακτήρα
τους και από τους δύο γονείς, ούτε και
αποτυπώνει την πραγματικότητα στις
σχέσεις
γονέων-τεκνών.
Η
δια της κατά συνήθεια ανάθεση σε ένα
γονέα όλης της ευθύνης ανατροφής του
παιδιού προσκρούει σε σχέση με τους
γονείς στην ανάγκη του γονέα αυτού σε
προσωπική και επαγγελματική εξέλιξη,
ενώ ταυτόχρονα εμποδίζει τον άλλο γονιό
στην συμμετοχή στην ανατροφή του παιδιού,
όπως έχει υποχρέωση. Κυρίως όμως
προσκρούει στο
δικαίωμα και ανάγκη του παιδιού
σε κοινή ανατροφή από τους δύο γονείς
του ανεξάρτητα από οικογενειακή
κατάσταση. Η ΔΣΔΠ σε πολλά άρθρα αλλά
κυρίως στο άρθρο
18 διατυπώνει
την ευθύνη της πολιτείας να εξασφαλίσουν
στα παιδιά και τους δυο γονείς του. Η
ΔΣΔΠ είναι μια διεθνής σύμβαση που
κυρώθηκε από τη Ελλάδα το 1992 και δεν
μπορούσε να είχε ληφθεί υπόψιν το 1983
στην τότε μεταρρύθμιση. Συνεπώς χρειάζεται
συμπλήρωση ή τροποποίηση, ώστε να δοθεί
σύγχρονη λύση στην περίπτωση τυχόν
διαζυγίου. Η εμμονική υποστήριξη της
αποκλειστικής ανατροφής από ένα γονέα
ως κύριου κανόνα αποτελεί παραδοξότητα
και αναχρονισμό που παραπέμπει στο πολύ
μακρινό παρελθόν και ανύπαρκτα σήμερα
κοινωνικά δεδομένα και συνθήκες.
Ακόμα
όμως και αυτές καθαυτές οι αποφάσεις
επικοινωνίας γονέα - τέκνου που κατά
συνήθεια αφορούν σε 2 Σαββατοκύριακα
το μήνα και κάποιες εβδομάδες διακοπών
μέσα στο έτος και ίσως μερικές ώρες μέσα
στην εβδομάδα συχνά δεν εφαρμόζονται,
ούτε στο μέρος που διατάσσεται από το
Δικαστή. Αποφάσεις που μετά από χρονοβόρες
και κοστοβόρες διαδικασίες εκδίδονται
αλλά τελικά ούτε καν αυτές δεν εφαρμόζονται.
Τότε, ο γονέας αποξενώνεται με τα “γνωστά
τερτίπια”, ενώ τελικά οδηγούμαστε σε
ποινικοποίηση του αστικού καθώς δεν
υπάρχει άλλη διαδικασία αντιμετώπισης
του φαινόμενου. Ακόμα όμως και αυτή η
μοναδική διέξοδος είναι μια ψυχοφθόρα
– χρονοβόρα - κοστοβόρα διαδικασία του
ποινικού δικαίου που οδηγεί σε αδιέξοδο
και πρακτικά σε ατιμωρησία μετά από
χρόνια. Όλα τα παραπάνω αποδεικνύονται
από την εκρηκτική αύξηση στις κλήσεις
για παραβιάσεις
Δικαστικώναποφάσεων
επικοινωνίας γονέα - τέκνου
στην Γ.Α.Δ.Α.
(100) καθώς για μόνο την ΑΤΤΙΚΗ
εκτινάχτηκαν από 2440 κλήσεις το 2014 σε
5928
το 2020
!!! Όλα τα παραπάνω αποδεικνύονται και
από το ΕΔΔΑ με την ετήσια μελέτη του για
το 2020 αναφορικά με τις παραβιάσεις της
Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) κατ’ άρθρο και κατά
Κράτος, βάσει των αποφάσεών του, που
δημοσίευσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Η Ελλάδα,
τρίτη μεταξύ 48 χωρών για καθυστερήσεις
στη Δικαιοσύνη από το 1959. Η Ελλάδα
κατατάσσεται πέμπτη
(από τρίτη το 2019) σε καταδίκες
για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων
μεταξύ των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής
Ένωσης και για το
2020. Η Ελλάδα έχει καταδικαστεί ,μέχρι
σήμερα, 711 σύνολο για
καθυστερήσεις στη δικαιοσύνη (άρθρο
6)
και 14
φορές συνολικά
για
ζητήματα
οικογενειακών σχέσεων
(άρθρο
8). Ο συνδυασμός των παραπάνω αποφάσεων
με το ζήτημα της από κοινού ανατροφής
και της μη εφαρμογής δικαστικών αποφάσεων
και της καθυστέρησης της δικαιοσύνης
καθιστά επείγουσα εκτός από αναγκαία
την συγκεκριμένη νομοθέτηση.
ΑΡΑ,
η συγκεκριμένη νομοθέτηση που προκύπτει
από τα έντονα κοινωνικά προβλήματα
είναι και υποχρέωση της χώρας. Κυρίως
όμως είναι υποχρέωση
προς τους πολίτες και τις επόμενες
γενιές,
έστω με καθυστέρηση πολλών ετών και
εξαντλητικό διάλογο 12 ετών από το 2008
και 4 Νομοπαρασκευαστικές επιτροπές,
χωρίς λύσεις.
Ο
ισχυρισμός ότι το νομοσχέδιο επιβάλλει
οριζόντια εφαρμογή της «υποχρεωτικής
κοινής επιμέλειας» δεν είναι αληθής.
Το
σχέδιο νόμου προβλέπει την κοινή
επιμέλεια ως κανόνα, όπως μέχρι σήμερα
κανόνας ήταν στη δικαστική και δικηγορική
πρακτική η αποκλειστική επιμέλεια. Η
επίκληση «της δήθεν υποχρεωτικής κοινής
επιμέλειας» ως επαπειλούμενο δεινό
είναι ένας επικοινωνιακός τρόπος, για
να αποφευχθεί η οποιαδήποτε μεταρρύθμιση.
Ο
κανόνας της κοινής επιμέλειας παρ’ όλα
αυτά δεν είναι υποχρεωτικός, όπως
προβλέπεται μπορεί να καμφθεί, αφού
εισάγονται εξαιρέσεις με το άρθρο 8
(1514 ΑΚ): συγκεκριμένα, μπορεί να υπάρξει
συναινετική εξαίρεση
ή αν το
δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι δυνατή
η από κοινού άσκηση της επιμέλειας
εξαιτίας σύγκρουσης των συζύγων ή λόγω
αδιαφορίας ή μη τηρήσεως των συμφωνιών
ή αν η άσκηση της κοινής επιμέλειας έχει
καταστεί αντίθετη προς το συμφέρον του
παιδιού κατά την κρίση του Δικαστή. Το
προσχέδιο, λοιπόν, δίνει αυξημένες
δυνατότητες στο φυσικό δικαστή, ώστε
να εξειδικεύσει τις διατάξεις και να
τις εφαρμόσει κατά περίπτωση. Άρα, δεν
υπάρχει οριζόντια εφαρμογή του κανόνα
της κοινής επιμέλειας ή του 1/3 υποχρεωτικά
σε όλες τις περιπτώσεις.
Ο
ισχυρισμός ότι δήθεν όλοι οι ειδικοί
και οι φορείς συμφωνούν ότι δεν είναι
προς το συμφέρον του παιδιού η από κοινού
ανατροφή των παιδιών ειδικά στα
συγκρουσιακά διαζύγια δεν είναι ορθός.
Η
συντριπτική πλειοψηφία των ειδικών
ψυχικής υγείας και ερευνητών συμφωνούν
με την κοινή επιμέλεια, ενώ κανείς
επίσημος φορέας δεν αρνείται την ανάγκη
για από κοινού ανατροφή των παιδιών από
τους δύο γονείς ακόμα και μετά από τυχόν
διαζύγιο. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά
την τοποθέτηση της Ελληνικής Ψυχολογικής
Εταιρείας (ΕΛΨΕ). Οι Έλληνες ψυχολόγοι
τάσσονται υπέρ της συνεπιμέλειας κατά
την οποία οι γονικές ευθύνες θα είναι
κοινές και αδιάσπαστες και το παιδί θα
περνά ίσο χρόνο με τον κάθε γονέα σε
καθημερινότητα και διακοπές.
Επίσης,
σύμφωνα με την άποψη του Συνηγόρου
του Παιδιού
«είναι επιτακτικό να εισαχθεί ο κανόνας
της από κοινού άσκησης της γονικής
μέριμνας, στο σύνολό της, και μετά τη
διάσταση/διαζύγιο/ακύρωση του γάμου/λύση
του συμφώνου συμβίωσης. Εξαίρεση μπορεί
να υφίσταται όχι στην περίπτωση διαφωνίας
των γονέων άνευ άλλου τινός, αλλά μόνο
για σπουδαίο λόγο».
Δηλαδή,
οφείλουμε να ενημερώσουμε ότι σύμφωνα
με το ΣτΠ
δεν αρκεί η διαφωνία των γονέων, για να
οδηγηθούμε στην αποκλειστική επιμέλεια,
όπως συνέβαινε νοσηρά έως τώρα.
Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον έχουν οι Παρατηρήσεις
της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
επί του σχεδίου Νόμου, όπου δεν
διαπιστώνεται αντίθεση με την εισαγωγή
της κοινής επιμέλειας ως κανόνα, ούτε
καταρχήν με το μαχητό τεκμήριο του 1/3
στην επικοινωνία, αλλά γίνονται χρήσιμες
επισημάνσεις για τη βελτίωση του
νομοσχεδίου, πάντοτε όμως στην κατεύθυνση
της εφαρμογής της κοινής επιμέλειας.
Το ίδιο ισχύει και για τις περισσότερες
ανακοινώσεις επίσημων φορέων που έχουν
σχέση με το παιδί και τους γονείς. Δεν
διαφωνούν ως προς τον κανόνα αλλά κάνουν
κάποιες επισημάνσεις και διατυπώνουν
κάποιους επιμέρους προβληματισμούς
που έχουν να κάνουν μόνο με την εφαρμογή
του νόμου αυτού, προτείνοντας κυρίως
προσλήψεις και δημιουργία δομών, ώστε
να καλυφθούν τυχόν ανάγκες που θα
προκύψουν.
Ο
ισχυρισμός ότι δεν υπάρχουν καθόλου
υποστηρικτικές δομές και υπηρεσίες
είναι ανακριβής.
Υπάρχουν
ήδη υποστηρικτικές δομές και υπηρεσίες
στελεχωμένες με ειδικούς που μπορούν
να βοηθήσουν στην εμπέδωση της κοινής
επιμέλειας και την εφαρμογή της. Κανείς
δεν γνωρίζει
εάν θα είναι επαρκείς μετά την εφαρμογή
του νέου νόμου καθώς δεν γνωρίζουμε τις
ανάγκες που θα προκύψουν. Η νομοθετική
μεταρρύθμιση είναι υποχρέωση της
πολιτείας και δεν μπορεί να αποτελεί
δικαιολογία ότι πιθανόν δεν θα υπάρχουν
επαρκείς δομές. Υπάρχουν ήδη και
λειτουργούν αρκετές κρατικές και
δημοτικές δομές που ασχολούνται με
συμβουλευτική γονέων που αντιδικούν
μέχρις εσχάτων ήδη σήμερα και στα πλαίσια
του ν. 1329/1983.
Περαιτέρω
επέκταση των δομών αυτών καθώς και
συνεργασίες πολιτείας και εθελοντικών
φορέων θα είναι χρήσιμη και αναμενόμενη
ως απότοκο όμως των πραγματικών αναγκών
που θα προκύψουν μετά την ψήφιση του
νόμου. Πιθανότατα θα χρειαστούν και
προσλήψεις επιπλέον ειδικών συμβούλων
του δικαστή με ειδικότητες Κοινωνικού
Λειτουργού, Ψυχολόγου, Ψυχιάτρου και
οικογενειακού διαμεσολαβητή που
θα λειτουργούν στα πλαίσια του
οικογενειακού δικαστηρίου. Όλα αυτά
προφανώς θα επαναξιολογηθούν, θα
επικαιροποιηθούν και θα αναβαθμιστούν
με βάση το νέο νόμο, τις προοπτικές και
τις πραγματικές ανάγκες και όχι υποθετικά.
Ο
ισχυρισμός ότι το σχέδιο νόμου δεν είναι
παιδοκεντρικό αλλά “γονεοκεντρικό”
αποτελεί επικοινωνιακό γλωσσοπλάστη
που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Ο
σκοπός του νομοσχεδίου είναι παιδοκεντρικός.
Όλο το νομοσχέδιο εξυπηρετεί πρωτίστως
το συμφέρον του παιδιού να ανατρέφεται
και από τους δύο γονείς του, όπως ορίζεται
από τη ΔΣΔΠ (άρθρο 18). Σε όλα τα άρθρα του
σχεδίου το παιδί είναι το επίκεντρο.
Βασικός άξονας, μάλιστα, σε κάποια από
τα επίμαχα άρθρα είναι η προστασία των
εκατέρωθεν λανθασμένες συμπεριφορές
των γονέων του. Η οριοθέτηση των γονέων
που εκ των πραγμάτων είναι τα πιο κοντινά
και αγαπημένα πρόσωπα δεν το καθιστά
“γονεοκεντρικό” αλλά προστατευτικό
για το παιδί από εκατέρωθεν λανθασμένες
συμπεριφορές. Ο δηλωμένος σκοπός του
νομοθέτη (άρθρο 1) είναι το παιδί και η
ανατροφή του και από τους δύο γονείς
αλλά, όπως φαίνεται και στα επόμενα
άρθρα και η προστασία της παιδικής
ηλικίας. Συνεπώς, το σχέδιο νόμου είναι
κατεξοχήν παιδοκεντρικό, από τη στιγμή
που οριοθετεί τους γονείς μέσω των 6
ενδεικτικών λόγων κακής άσκησης της
γονικής μέριμνας από την μια, ενισχύοντας
τη συνεργασία τους από την άλλη προς το
συμφέρον του παιδιού.
Το
επιχείρημα ότι ως αόριστη
έννοια “το συμφέρον του παιδιού”,
τοποθετείται από τον νομοθέτη για να
εξειδικεύεται από τον δικαστή. Εφόσον
λοιπόν προβλέπεται από τον νομοθέτη ως
αόριστη έννοια, δεν μπορεί να ορίζεται
από αυτόν με συγκεκριμένα και ιεραρχημένα
κριτήρια.
Η
πραγματικότητα καθιστά αναγκαία την
ενδεικτική έστω παράθεση γενικών
κριτηρίων που σε κάθε περίπτωση κρίνονται
από τον Δικαστή και εξειδικεύονται μαζί
με άλλα σε περίπτωση δίκης. Αποτελούν
όμως οδηγίες για τους γονείς και
οριοθέτηση τους από εκατέρωθεν
λανθασμένες συμπεριφορές. Ο Δικαστής
δεν δεσμεύεται από αυτές αλλά από την
ΔΣΔΠ και το άρθρο 18. Μέχρι τώρα όμως δεν
είχε την δυνατότητα να κρίνει σε αυτή
την βάση το συμφέρον του συγκεκριμένου
παιδιού καθώς το ισχύον δίκαιο του το
“επέτρεπε” μόνο “αν συμφωνούν οι
γονείς” μεταξύ τους. Συνεπώς συμβαίνει
το ακριβώς το αντίθετο “λύνονται τα
χέρια του Δικαστή και μπορεί να αποφασίσει
ότι κρίνει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση
χωρίς απαγορεύσεις και όρια που του
έθετε το ισχύον δίκαιο. Πάντα βεβαίως
το ζητούμενο είναι να μην φτάσουν οι
δύο γονείς να αντιδικούν μεταξύ τους.
Ποιο
όμως είναι το πραγματικό και βέλτιστο
συμφέρον του παιδιού; Είναι το συμφέρον
του ενός από τους δύο ;
Μήπως βλέπουμε το παιδί ως ιδιοκτήτες;
Ένα
παιδί έρχεται στον κόσμο από δύο
γονείς,έχει ανάγκη να πορευτεί στην ζωή
του έχοντας στο πλευρό του, στην
καθημερινότητα του με φυσική παρουσία
και τους δύο, για να αναπτυχθεί και να
εξελιχθεί σε ολοκληρωμένη κι υγιή
προσωπικότητα (Etchegoyen, 2002. Lamp, 2010). Έχει
βαθιά συναισθήματα αγάπης και για τους
δύο, δεν μπορεί και δεν επιθυμεί να τους
ξεχωρίσει, δεν μπορεί να επιλέξει ανάμεσα
στους δύο, δεν μπορεί και δεν πρέπει να
στερηθεί κανέναν από τους δύο. Η απαίτηση
από ένα παιδί να διαλέξει ανάμεσά τους
είναι εξαιρετικά αθέμιτη. Όταν το παιδί
πιέζεται (από το δικανικό σύστημα, από
τους γονείς του ή από τον περίγυρο),
μπορεί να εμπλακεί σε ένα παιγνίδι
«συναισθηματικής διαστροφής», βιώνοντας
αντικρουόμενα συναισθήματα και αδιέξοδα
ως προς την στάση του. Το να κληθεί ένα
παιδί να επιλέξει μεταξύ των γονέων του
που και οι δυο είναι επαρκείς στον γονικό
τους ρόλο δεν ενδείκνυται (ΕΛΨΕ, 2020).
Η
βελτίωση του νομικού πολιτισμού σε
σχέση με το οικογενειακό δίκαιο έχει
δύο άμεσα αποτελέσματα: σταματά η
βασανιστική διαδικασία για τα παιδιά
να επιλέγουν έναν από τους γονείς τους,
σταματά την απολογητική στάση εκάστου
των γονέων έναντι της ανατροφής των
παιδιών τους, κατά την οποία διαδικασία
μέχρι σήμερα, ο ένας απολογούνταν για
την απουσία του και ο άλλος για την
έλλειψη χρόνου και μέσων να επωμιστεί
μόνος ή μόνη το σύνολο των βαρών της
ανατροφής. Η νομοθετική πρωτοβουλία
συντάσσεται με αυτό που ο οικουμενικός
επιστημονικός κόσμος γνωρίζει: υπάρχουν
εκατοντάδες έρευνες που περιγράφουν
τα οφέλη της κοινής ανατροφής ακόμα και
στο συγκρουσιακό διαζύγιο και ούτε μία
(1) σοβαρή έρευνα που να λέει ότι η
αποκλειστική επιμέλεια είναι η καλύτερη
από την κοινή.
Η
σημερινή μεταρρύθμιση είναι επιβεβλημένη
από τις κοινωνικές συνθήκες και μόνο
όφελος έχει να προσφέρει στη σύγχρονη
ελληνική οικογένεια.
Ο
ισχυρισμός ότι το εξίσου δεν υπάρχει
στο γάμο και επομένως γιατί να αναφέρεται
στο διαζύγιο αποτελεί παραπλάνηση.
Η
ρητή αναφορά της λέξεως «εξίσου»
αποτελεί την αναγκαία δήλωση της βούλησης
του νομοθέτη και ταυτόχρονα ερμηνευτικό
κανόνα που διέπει την εφαρμογή των
λοιπών διατάξεων κατά την έκδοση
δικαστικών αποφάσεων. Είναι απαραίτητη
κυρίως σε αντιδιαστολή της μέχρι σήμερα
πρακτικής. Πέραν του αναγκαίου
συμβολισμού,μέσα στο γάμο οίκοθεν
και εξ’ ορισμού
εννοείται πως οι
σύζυγοι ως ίσοι μεταξύ τους ασκούν όχι
απλά εξίσου αλλά αδιαίρετα την γονική
μέριμνα.
Όμως έχει πολύ μεγάλη σημασία ο νομοθέτης
να πει τι συμβαίνει όταν διασπάται ο
γάμος. Επομένως συγκρίνουμε ανόμοιες
έννοιες, εάν συγκρίνουμε γονική μέριμνα
εντός και εκτός γάμου, καθώς είναι
ανόμοιες καταστάσεις. Η λογική ότι
εντός
γάμου
δεν ασκούν εξίσου
την γονική μέριμνα είναι αδιανόητη και
οδηγεί σε συζήτηση για πρωτεύοντα και
δευτερεύοντα σύζυγο. Άρα οδηγεί στα
καταργημένα από το 1983 σύνδρομα της
πατριαρχίας.
Η
διατήρηση και ενίσχυση της σχέσης και
με τους δυο γονείς θεωρείται βασικό
κριτήριο για μια ισορροπημένη ανάπτυξη
(Lamb, 2019) και αναφαίρετο δικαίωμα των
παιδιών, με βάση τις αποφάσεις τoυ
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τα ανθρώπινα
Δικαιώματα (European Convention on Human Rights, βλ.
ψήφισμα 2079/2015) και τη Σύμβαση των Ηνωμένων
Εθνών για τα δικαιώματα του Παιδιού
(United Nations Convention on the Rights of the Child- ΔΣΔΠ).
Η
ανάγκη του παιδιού να έχει δύο γονείς
σε τυχόν διαζύγιο ή χωρισμό των γονέων
καθιστά αναγκαία την ρητή διατύπωση
“από κοινού και εξίσου”, ώστε να είναι
ξεκάθαρο στους γονείς ότι η αλλαγή της
συνθήκης του γάμου ή της σχέσης των
γονέων μεταξύ τους δεν θα επηρεάσει την
σχέση γονέα – τέκνου που παραμένει
κοινή και εξίσου αναγκαία και με τους
δύο γονείς του και άσχετη από την μεταξύ
τους σχέση.
Ο
ισχυρισμός ότι το 1/3 του χρόνου αποτελεί
περιορισμό στην κρίση του Δικαστή και
εξαναγκασμό των γονέων είναι εντελώς
λανθασμένος.
Το
παρόν νομοσχέδιο θέτει το μαχητό
τεκμήριο του 1/3 του χρόνου του ανηλίκου
για την επικοινωνία του γονέα που δεν
διαμένει με το τέκνο. Το παρόν
νομοσχέδιο δίνει το περιθώριο στο
δικαστήριο να αποφασίσει διαφορετικά,
εφόσον διαταράσσεται η καθημερινότητα
του τέκνου. Η ευχέρεια αυτή του δικαστηρίου
ενέχει όμως τον κίνδυνο της καταργήσεως
στην πράξη του 1/3 με την αιτιολογία ότι
το παιδί έχει βεβαρυμένο πρόγραμμα ή
άλλες δραστηριότητες. Επισημαίνουμε
δε ότι κατά τη δημόσια συζήτηση πολλοί
φορείς, υποκρίνονται ότι δήθεν συμφωνούν
στην μεταρρύθμιση αλλά διαφωνούν με τη
θέσπιση του τεκμηρίου του 1/3. Τονίζουμε
ότι χωρίς απτή αριθμητική αποτύπωση
του αιτήματος «περισσότερος χρόνος με
το παιδί» δεν υπάρχει στην ουσία
μεταρρύθμιση και η Πολιτεία δεν πρέπει
να υπαναχωρήσει αλλά να θεσπίσει το 1/3
του χρόνου όχι ως τεκμήριο αλλά ως
ελάχιστο. Οι επιστημονικές έρευνες
διεθνούς αποδοχής και αξιοπιστίας από
τις οποίες προέκυψαν τα συμπεράσματα
αυτά, όρισαν ως ανατροφή τη συνθήκη κατά
την οποία το παιδί περνάει με τον κάθε
γονέα όχι λιγότερο από το 35% του χρόνου
του καθιερώνοντας διεθνώς την επιστημονική
αυτή θέση ως δεδομένο. Κατά συνέπεια,
αυτό το ποσοστό θα πρέπει να ορίζει ο
νόμος ως ελάχιστο υποχρεωτικό (και όχι
μαχητό) χρονικό όριο με τον κάθε γονέα.
Ιδανικά, κοινή ανατροφή έχουμε στο 50%
του χρόνου του παιδιού με τον κάθε γονέα
με διανυκτερεύσεις και εναλλασσόμενη
κατοικία.
Σε
ανασκόπηση – σταθμό της όλης σχετικής
βιβλιογραφίας του αναγνωρισμένου
ερευνητή ψυχολόγου Warshak (2014), αυθεντία
σε θέματα επιμέλειας παιδιών, που
δημοσιεύτηκε υπό την έγκριση του
κορυφαίου American Psychological Association, και
προσυπογράφουν 110 εξέχοντες διεθνείς
ερευνητές -επιστήμονες, προέκυψαν τα
παρακάτω:
α)
Η κοινή ανατροφή θα έπρεπε να είναι ο
κανόνας για τα παιδιά όλων των ηλικιών,
περιλαμβανομένων βρεφών και νηπίων.
β)
Για να μεγιστοποιήσουμε τις πιθανότητες
των παιδιών να έχουν μία καλή και ασφαλή
σχέση με κάθε γονέα- καθοριστικής
σημασίας για την ανάπτυξη τους-
ενθαρρύνουμε και τους δύο να αυξήσουν
στο έπακρο τον χρόνο που περνάνε με τα
παιδιά τους και να μοιράζονται τη
φροντίδα έως και 50/50.
γ)
Η έρευνα για διανυκτερεύσεις των παιδιών
με τους πατέρες τους, τάσσεται υπέρ της
νυχτερινής φροντίδας για παιδιά κάτω
των τεσσάρων ετών από κάθε γονιό αντί
της διανυκτέρευσης κάθε βράδυ στο ίδιο
σπίτι.
Περαιτέρω
μελέτες στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
, στην αμερικανική παιδοψυχιατρική
εταιρεία και το πανεπιστήμιο Duisberg-Essen
κατά το 2020 και 2021 για τα οφέλη της κοινής
επιμέλειας και της εναλλασσόμενης
κατοικίας καταδεικνύουν ότι τα οφέλη
για τα παιδιά υπερτερούν και η εναλλασσόμενη
κατοικία
λειτουργεί ωφέλιμα για τα παιδιά και
τους γονείς όταν οι αποστάσεις δεν είναι
μεγάλες και οι μετακινήσεις από το ένα
σπίτι στο άλλο δεν είναι συχνές δηλαδή
το διάστημα διαμονής του παιδιού στο
κάθε σπίτι δεν θα πρέπει να είναι λιγότερο
από μία εβδομάδα. Ωστόσο,
δεν υπάρχουν επιστημονικές έρευνες που
να αποδεικνύουν ότι το παιδί θα λάβει
την καλύτερη δυνατή ανατροφή αν μεγαλώνει
μόνον με την μητέρα του ή μόνο με τον
πατέρα του.
Σύμφωνα
με όλες σχεδόν τις επιστημονικές έρευνες
ο ελάχιστος αναγκαίος χρόνος για να
δύναται να καλλιεργηθεί σχέση γονέα
-τέκνου είναι το 35%
του συνολικού
χρόνου του παιδιού. Αν θέλουμε λοιπόν
το παιδί να έχει γονεϊκή σχέση με τους
γονείς του μετά από τυχόν διαζύγιο ο
χρόνος με το κάθε γονέα δεν μπορεί να
είναι μικρότερος του 1/3 του συνολικού
χρόνου του παιδιού.
Είναι
γεγονός ότι όλα αυτά μπαίνουν ούτως ή
άλλως στην κρίση του δικαστή εάν οι
γονείς δεν συμφωνήσουν τελικά και είναι
ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα σε σχέση με
το χρόνο του συγκεκριμένου παιδιού. Η
προτροπή για το 1/3 του χρόνου αφορά τους
γονείς προτρέποντας τους να συμφωνήσουν
σε μια ελάχιστη χρονική βάση. Ο Δικαστής
μπορεί ακόμα και να απαγορεύσει την
επικοινωνία όταν υπάρχουν σοβαρές
ενδείξεις ή να περιορίσει τον χρόνο
όταν είναι αναγκαίο για το παιδί ή να
γίνεται παρουσία τρίτου κ.α. Αυτά όμως
θα πρέπει να είναι οι εξαιρέσεις και να
αφορούν σε πραγματικές περιπτώσεις και
όχι ο κανόνας για σχεδόν όλα τα παιδιά.
Ο
ισχυρισμός ότι μόνο σε συμφωνία γονέων
μπορεί να υπάρξει από κοινού ανατροφή
και το αίτημα όταν υπάρχει υψηλή γονική
σύγκρουση ή η αντίθεση ενός γονέα για
την κοινή επιμέλεια να αποτελέσουν βάση
για εξαίρεση, υποκρύπτει την αντίθεση
σε κάθε αλλαγή προς την κατεύθυνση της
ανάγκης του παιδιού για δυο γονείς.
Σε
διεθνές συνέδριο (2017), συναντήθηκαν 12
εξέχοντες ερευνητές – αυθεντίες,
λαμβάνοντας υπόψη την ανασκόπηση της
συνολικής σχετικής βιβλιογραφίας,
τεκμηρίωσαν τα οφέλη της συνεπιμέλειας
και συμφώνησαν στα κάτωθι (Braver και Lamb,
2017): «Τα ευεργετικά
αποτελέσματα της συνεπιμέλειας
είναι εμφανή σε ένα ευρύ φάσμα αξιολογήσεων
που αφορούν στην ψυχοσωματική λειτουργία
των παιδιών, (α) χαμηλότερα επίπεδα
κατάθλιψης, άγχους και γενικότερα
ψυχικής δυσφορίας, (β) χαμηλότερη
επιθετικότητα και προβλήματα συμπεριφοράς,
μειωμένη χρήση αλκοόλ και ουσιών, (γ)
καλύτερη σχολική απόδοση και καλύτερη
γνωστική ανάπτυξη, (δ) καλύτερη σωματική
υγεία, ε) χαμηλότερα ποσοστά καπνίσματος
και (στ) καλύτερες οικογενειακές σχέσεις.
Στο ίδιο συνέδριο τέθηκε το ερώτημα εάν
θα πρέπει η υψηλή γονική σύγκρουση ή η
αντίθεση ενός γονέα για την κοινή
επιμέλεια να αποτελέσουν βάση για
εξαίρεση.
Ωστόσο,
οι ειδικοί δεν συμμερίζονται αυτή την
άποψη, δεδομένης της πληθώρας αποδεικτικών
στοιχείων που υποστηρίζουν το αντίθετο.
Συγκεκριμένα, η Nielsen εξέτασε 27 διαφορετικές
μελέτες, που δείχνουν ότι τα παιδιά
ωφελήθηκαν σημαντικά από την κοινή
επιμέλεια, ακόμα και όταν οι γονείς
είχαν υψηλά επίπεδα συγκρούσεων. Από
τα ευρήματα της Bergstrom (2015), συμπεραίνεται
ότι η κοινή επιμέλεια ωφελεί τα παιδιά
ακόμη κι όταν ένας από τους δύο γονείς
αρχικά αντιτίθεται. Παρομοίως, η Nielsen
(2017) εξέτασε 6 διαφορετικές μελέτες που
δείχνουν ότι τα παιδιά ωφελήθηκαν
σημαντικά από την κοινή επιμέλεια ακόμη
κι όταν ο ένας γονέας αντιτάχθηκε αρχικά
στο σχέδιο της κοινής ανατροφής .
Συμπερασματικά,
και οι 12
ειδικοί ερευνητές συμφώνησαν
ευρέως ότι η κοινή επιμέλεια θα πρέπει
να αποτελεί νομικό τεκμήριο, και ότι
κατ’ ελάχιστο το 35% του χρόνου του
παιδιού θα πρέπει να κατανέμεται σε
κάθε γονέα με εναλλασσόμενη κατοικία,
ώστε το παιδί να δρέπει τα οφέλη της,
και ότι η ύπαρξη σύγκρουσης μεταξύ των
γονέων ή εναντίωσης από τον ένα γονέα
στην κοινή επιμέλεια δεν θα πρέπει να
αποτελεί λόγο για την αποτροπή ή
αντίκρουσή της. Φαίνεται ότι η σύγκρουση
δεν είναι στατική και σταθερή καθώς το
ίδιο το δικαστικό περιβάλλον την
υποκινεί, και μειώνεται μετά τη λήξη
των διαφορών (Kelly, 2007). Η αποκλειστική
επιμέλεια πυροδοτεί τη σύγκρουση, καθώς
στις χώρες όπου εφαρμόστηκε η συνεπιμέλεια
(Βαλένθια, Καταλονία που έχουν παρόμοια
κουλτούρα με την ελληνική) η σύγκρουση
και η αντιδικία μειώθηκαν σημαντικά.
Υπάρχει
σημαντική ελληνική βιβλιογραφία κι
έρευνα, από Έλληνες ακαδημαϊκούς, που
επεξεργάζονται θέματα γονικών σχέσεων
και γονικής αποξένωσης που συνδέονται
άρρηκτα με τον θεσμό της συνεπιμέλειας.
Ειδικότερα, ο καθηγητής ψυχολογίας του
Πανεπιστημίου
Κρήτης, Ηλίας Κουρκούτας,
έχει σημαντικό ερευνητικό έργο σχετικό
με τον ρόλο του πατέρα – τόσο στον γάμο
όσο και στο διαζύγιο – στην υγιή,
ολοκληρωμένη ανάπτυξη και ψυχική υγεία
του παιδιού. Παρομοίως, ο καθηγητής
ψυχολογίας του Πανεπιστημίου
Αιγαίου, Ευστράτιος Παπάνης
έχει διερευνήσει το θέμα της γονικής
αποξένωσης. Επιπλέον, από έρευνα του
Πανεπιστημίου Αιγαίου (2015) προέκυψε ότι
το 73% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα πιστεύει
πως ο πατέρας είναι εξίσου ικανός με
την μητέρα στην ανατροφή των παιδιών,
ενώ το 86% πιστεύει ότι το κράτος πρέπει
να θεσπίσει νόμους για την συνεπιμέλεια.
Υπάρχουν
πρακτικές
λύσεις
ακόμα και στις περιπτώσεις υψηλής
σύγκρουσης μπορούν οι γονείς να μην
συναντιόνται καθόλου και μέσα από ένα
λεπτομερέστατο
γονεϊκόπρογραμματισμό
(parenting plan) να
μην υπάρχει τριβή σε κανένα ζήτημα. Όπως
για παράδειγμα μεγάλα χρονικά διαστήματα
στο κάθε γονέα που μειώνουν τις πιθανότητες
για συναντήσεις, παραλαβή του παιδιού
από το σχολείο ή μέσω τρίτου κοινής
αποδοχής, συγκεκριμένοι ιατροί
προσυμφωνημένης αποδοχής για τα θέματα
υγείας κ.α. Ας δείξουμε εμπιστοσύνη
στους γονείς καθώς αυτοί αγαπούν το
παιδί τους περισσότερο από κάθε άλλον.
Δίνοντας τους δια του νομού οδηγίες και
κάποιους κανόνες που βασίζονται σε
επιστημονικά δεδομένα θα μπορέσουν να
βρουν τον τρόπο να συνεργαστούν, μέσα
από την διαδικασία της διαμεσολάβησης,
με προϋπόθεση ότι αντιμετωπίζουμε ως
πολιτεία και τους δυο γονείς ισότιμα
και εξίσου αναγκαίους στην ανατροφή
του παιδιού. Έτσι θα καλλιεργηθεί αφενός
η κουλτούρα συνεργασίας που είναι
απαραίτητη στην ευαίσθητη φάση τυχόν
διαζυγίου και ταυτόχρονα θα προστατεύεται
το πραγματικό συμφέρον του παιδιού που
είναι να ανατρέφεται και από τους δυο
γονείς του (ΔΣΔΠ
αρθρο 18).
Η
κοινωνία στο θέμα της κοινής επιμέλειας
έχει ξεκάθαρη θέση.
Στη
διαβούλευση επί της νομοθετικής
πρωτοβουλίας του υπουργείου Δικαιοσύνης
(2021) που έληξε με πρωτοφανή
συμμετοχή
(14.815 σχόλια), το
80% των σχολίων περίπου
τάσσονται
υπέρ της κοινής επιμέλειας
και προέρχονται ισόποσα και από άνδρες
και από γυναίκες.
Σε
έρευνα του Πανεπιστημίου Αιγαίου (2015)
σε δείγμα 1349 ατόμων (εκ των οποίων 71%
γυναίκες, 30,5% παντρεμένοι, 14% διαζευγμένοι)
προέκυψε ότι το 73% των ερωτηθέντων στην
Ελλάδα πιστεύει πως ο πατέρας είναι
εξίσου ικανός με την μητέρα στην ανατροφή
των παιδιών, ενώ το 86%
πιστεύει ότι το κράτος πρέπει να θεσπίσει
νόμους για την συνεπιμέλεια.
Σε
Πανελλαδική, δημοσκόπηση (2021) που διεξήχθη
από τη Focus
Bari σε σταθμισμένο
δείγμα 1.000 Ελλήνων πολιτών, γυναικών
και ανδρών το 89%
των πολιτών τάσσεται
υπέρ
της από κοινού ανατροφής των παιδιών
και από τους δύο γονείς.
Η
αποδοχή της καλής πρακτικής για κοινή
επιμέλεια/ κοινή ανατροφή των παιδιών
είναι καθολικής σχεδόν αποδοχής και
από την Ελληνική κοινωνία.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Κρίνουμε
ότι οι αντιρρήσεις
που διατυπώνονται όψιμα και παραμονή
της ψήφισης του νομοσχεδίου είναι
ανεδαφικές, αναχρονιστικές και στοχεύουν
στη βραχυκύκλωση της διαδικασίας και
κυρίως των βουλευτών. Η
προστασία του παιδιού είναι πάνω και
πέρα από φύλα, κομματικές - πολιτικές
προελεύσεις και επαγγελματικά ή προσωπικά
“συμφέροντα”.
Για
παράδειγμα όταν στην πυρηνική οικογένεια
ο ένας
γονέας ενημερώνει τον άλλο γονέα
με όποιο πρόσφορο μέσο για οτιδήποτε
προκύπτει στην καθημερινότητα του
παιδιού και παίρνουν αποφάσεις από
κοινού (π.χ. ατύχημα στο σχολείο), το ίδιο
μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται όταν
οι γονείς χωρίζουν και εξελίσσονται σε
διπυρηνικές οικογένειες.
Επίσης,
το συμφέρον
του παιδιού
δεν μπορεί και δεν είναι αόριστο γιατί
βασίζεται στους κανόνες προστασίας της
παιδικής ηλικίας, την κάλυψη των βασικών
του αναγκών, τη συναισθηματική του
φροντίδα και εξέλιξη με κεντρικούς
άξονες αναφοράς τους δύο γονείς του.
Η
γνώμη
του παιδιού
συνιστούμε να μη ζητείται από το δικαστή
γιατί είναι τραυματική εμπειρία για τα
παιδιά όποιας ηλικιακής ομάδας. Είναι
δυνατό να μιλάμε για ωριμότητα του
τέκνου; Το μόνο που χρειάζονται τα παιδιά
είναι να απολαμβάνουν την παιδική τους
ηλικία και ανεμελιά και οι γονείς να
αποφασίζουν για αυτά. Τα ανήλικα δεν
πρέπει να λαμβάνουν αποφάσεις ζωής, ένα
δυσανάλογο φορτίο για την ψυχική τους
υγεία. Τα παιδιά κατά κανόνα αγαπούν
και τους δύο γονείς του, είναι πραγματικό
μαρτύριο να επιλέγουν γονιό.
Οι
σχέσεις
του παιδιού με την ευρύτερη οικογένεια
(παππούς,
γιαγιά, θείος, θεία, ξαδέλφια, ετεροθαλή
αδέλφια) κρίνονται απαραίτητες για την
ομαλή ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη
και την ένταξη του στο κοινωνικό και
οικογενειακό γίγνεσθαι εκτός και αν το
παιδί δεν έχει κανένα άλλο συγγενή,
εκτός από τους γονείς του. Η στέρηση του
μισού κοινωνικού κεφαλαίου από το παιδί
δεν είναι ούτε προς το συμφέρον του,
ούτε αποτελεί πολιτική προστασίας της
παιδικής ηλικίας.
Η
έρευνα
επιβεβαιώνει
ότι οι οικογενειακές συγκρούσεις προ
και κατά την διάρκεια του διαζυγίου,
μειώνονται σημαντικά, όταν οι γονείς
ξέρουν ότι δεν τίθεται θέμα αποκλεισμού
κάποιου από τους δύο από την φροντίδα
του παιδιού. Η θέσπιση ενός μοντέλου
συνεπιμέλειας (τόσο με την έννοια της
νομικής ισότητας, όσο και με την έννοια
του ίσου χρόνου με εναλλασσόμενη
κατοικία) με την αντίστοιχη Συμβουλευτική
διαμεσολάβηση από ειδικούς ψυχικής
υγείας, μπορεί να μειώσει τις «τεχνητές»
εντάσεις ή τις εγωιστικές / εκδικητικές
τάσεις του ενός γονέα προς τον άλλον
(ΕΛΨΕ 2020,Κruk 2012). Η
Συνεπιμέλεια εξισορροπεί και μειώνει
την σύγκρουση. Παράλληλα, λειτουργεί
και σε υψηλό επίπεδο συγκρουσιακών
σχέσεων. Με την υιοθέτηση του «κανόνα»
της από κοινού άσκησης της γονικής
μέριμνας στο σύνολό της και μετά τον
χωρισμό των γονέων, το Οικογενειακό μας
Δίκαιο μπορεί να επιτελέσει την
διακηρυκτική και παιδαγωγική λειτουργία
του, δεδομένου ότι οι ρυθμίσεις για την
άσκηση της γονικής μέριμνας έχουν
«κατεξοχήν παιδαγωγικό χαρακτήρα»(Δεληγιάννης,
1989).
Τα
Δικαστήρια
δεν είναι διαγωνισμός
να ψάχνουμε τον καλύτερο γονιό όταν
χωρίζουν οι γονείς (1513 Α.Κ. του νόμου του
1983). Τα
Δικαστήρια
δεν είναι χώροι όπου οι γονείς όταν
χωρίζουν λύνουν τα συναισθηματικά τους
προβλήματα.
Η
από κοινού ανατροφή των παιδιών είναι
καθήκον 2 ισότιμων γονέων καθώς είναι
εξίσου αναγκαίοι και οι δύο στην
καθημερινότητα του παιδιού ανεξάρτητα
οικογενειακής κατάστασης που οι γονείς
βρίσκονται.
Ας
προβληματιστούν λοιπόν οι πολιτικοί
χώροι,
ας δουν την κοινωνική πραγματικότητα
μέσα από πραγματικά στοιχεία και έρευνες,
χωρίς παρωπίδες και ελπίζουμε να μην
χάσουν το τραίνο για ακόμα μια φορά
παγιδευμένοι στα στερεότυπα και σε
παρωχημένες αντιλήψεις.
Μετά
τιμής
Πιστοποιημένος
Κοινωνικός
φορέας για την Γονεϊκή Ισότητα και τα
Δικαιώματά του Παιδιού - ΓΟΝ.ΙΣ.
το
ΔΣ