Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 άρχισε μία έντονη αμφισβήτηση σχετικά με το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας, που είχε ως αποτέλεσμα την αναθεώρηση του νομοθετικού πλαισίου, χωρίς όμως ανάλογη μεταβολή της κουλτούρας και ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης. Η βία δεν αφορά μονάχα υπανάπτυκτες χώρες: το 20-30% όλων των επειγόντων περιστατικών στα νοσοκομεία των ΗΠΑ αφορά κακοποιημένες γυναίκες (Hampton & Coner-Edwards, 1993, Hatty, 1987, Krauss & Krauss, 1995).
Πολλοί είναι οι μύθοι που αφορούν τόσο την προσωπικότητα του συζύγου που βιαιοπραγεί, όσο και της συζύγου πάνω στην οποία ασκείται φυσική και ψυχολογική βία. Το συνηθέστερο στερεότυπο σκιαγραφεί μία ευαίσθητη, ευάλωτη, ντροπαλή, αδύναμη, παθητική, εξαρτημένη και καταθλιπτική σύζυγο (Harrison & Willis Esqueda, 1997) με μαζοχιστικά στοιχεία (Walker, 1979) και συναισθηματική διαταραχή (Ewing & Aubrey, 1987). Στις άτυπες διαδόσεις περί κακοποιημένων γυναικών αναφέρεται ότι οι περισσότερες από αυτές άξιζαν είτε προκαλούσαν την κακοποίησή τους ή στην χειρότερη περίπτωση αντλούσαν ευχαρίστηση από αυτή (Ewing & Aubrey, 1987, Hart, 1993, Walker, 1979). Έρευνα του Rigakos (1995) σε Καναδούς αστυνομικούς αποκάλυψε ότι μέμφονταν τις συζύγους για την κακοποίησή τους, εκδήλωναν φαλλοκρατικές απόψεις, αναπαρήγαγαν πατριαρχικά στερεότυπα και θεωρούσαν τις κακοποιημένες γυναίκες χειριστικές και αφερέγγυες. Παράλληλα, απέδιδαν τα αίτια της άσκησης βίας εκ μέρους των ανδρών σε αγχογόνους παράγοντες και στο φόρτο εργασίας. Κατά τους Browne (1987) και Summers & Feldman (1984), η φυσική βία λογίζεται από πολλούς ως ενδοοικογενεικό ζήτημα, σχετίζεται με τις δυναμικές της συμβίωσης και δεν αφορά τον νόμο. Οι Harrison & Willis Esqueda (1996) καταγράφουν την κρατούσα άποψη ότι οι σύζυγοι ασκούν βία μόνο στη γυναίκα τους, ενώ δεν εκδηλώνουν επιθετική συμπεριφορά προς άλλα άτομα. Αντίθετα, η άσκηση βίας σε σχέση συμβίωσης ή μη νομιμοποιημένης σχέσης γενικεύεται ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του δράστη. Γενικά, υπάρχει το αίτημα για περισσότερη ανοχή εκ μέρους των γυναικών μέσα στα πλαίσια του γάμου, χωρίς να ισχύει το ίδιο στις υπόλοιπες διαφυλικές σχέσεις (Bachman
& Coker, 1995, Buzawa & Buzawa, 1993). Το αρνητικό κλίμα για τα δικαιώματα των γυναικών παρουσιάζεται από τους Branscombe και Weir (1992), οι οποίοι κατέγραψαν την αντίληψη ότι οι σύζυγοι που αντιστέκονται σε επεισόδια βίας δυναμικά αντιμετωπίζονται με περισσότερη αυστηρότητα σε σύγκριση με αυτές που παθητικά υφίστανται κακοποίηση. Επιπλέον, ακόμη και η λεκτική αντίσταση θυματοποιεί τις κακοποιημένες γυναίκες, επειδή πολλές φορές εκλαμβάνεται ως ελαφρυντικό για το δράστη (Pierce & Harris, 1993, Ferraro, 1989). Τέλος, η αντίσταση θεωρείται ως διαιώνιση του συγκρουσιακού κλίματος στο σπίτι (Hamberger & Potente, 1994, Hart, 1993, Kristiansen & Giulietti, 1990) και ως σύμπτωμα συναισθηματικής αστάθειας (Sculler & Hastings, 1996). Τα στερεότυπα αυτά επιτείνονται όταν αναφέρονται σε μειονοτικούς πληθυσμούς (Harrison & Willis Esqueda, 1996).
Οι κοινωνικές νόρμες επιτάσσουν την υποταγή, το συμβιβαστικό χαρακτήρα και την παθητικότητα (Deaux & Lewis, 1984) ως αποδεκτές ή και θελκτικές γυναικείες συμπεριφορές. Όσες παραβίαζαν αυτή την εικόνα αποκλίνουν, ειδικά εάν προβαίνουν σε πράξεις αντεκδίκησης προς το σύζυγο που τις κακοποίησε. Έτσι, κατά την εκδίκαση τέτοιων περιπτώσεων αναμένεται απ’ αυτές να δείξουν μεταμέλεια, οδύνη, θρήνο, εφόσον θέλουν να αντιμετωπίσουν ελαφρύτερη ποινή. Αυτές που θα αποδώσουν την πράξη τους στο δικαίωμα της αυτοσυντήρησης και επιβίωσης θα κριθούν αυστηρότερα (Jenkins & Davidson, 1990).
Η επιθετικότητα είναι χαρακτηριστικό των ανδρών στις περισσότερες από ρις σημερινές κοινωνίες. Αυτό δικαιολογεί πολλές πράξεις βίας εκ μέρους τους και αποκλείει κάθε γυναικεία αντίδραση.
Πολλοί είναί οι κοινωνικο-δημογραφικοί παράγοντες που οδηγούν στην εκδήλωση ενδοοικογενειακής βίας. Οι διάφορες έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς επικεντρώνονται στην ηλικία, το εισόδημα, την οικογενειακή κατάσταση και τη φυλή/εθνικότητα. Σύμφωνα με τους Straus & Gelles (1986) και Stets & Straus (1989), υπάρχει αρνητική συσχέτιση μεταξύ ηλικίας και εκδήλωσης βίας, ανεξάρτητα από την οικογενειακή κατάσταση του ζευγαριού, ενώ όλες οι έρευνες τείνουν να συμφωνήσουν ότι οι νεαροί άνδρες είναι περισσότερο επιρρεπείς στη βίαιη συμπεριφορά. Δεύτερος ενισχυτικός παράγοντας είναι η χαμηλή κοινωνικο-οικονομική κατάσταση, αφού παρατηρήθηκε ότι οι γυναίκες των χαμηλών και εργατικών κοινωνικών τάξεων υφίστανται κακοποίηση σε μεγαλύτερο βαθμό από τις γυναίκες των άλλων τάξεων (McLaughlin et al., 1992). Παρόλα αυτά, το χαμηλό εισόδημα δεν φαίνεται να συνδέεται άμεσα με την εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς από την πλευρά του άνδρα (Brinkerhoff & Lupri, 1988, Kaufman-Kantor et al., 1994), αν και τα οικονομικά άγχη και η ανεργία αποτελούν σημαντικό παράγοντα πρόβλεψης ή ακόμη και δικαιολογία για την εκδήλωση βίας (Neff, Holaman & Schluter, 1995, Hampton & Gelles, 1994).
Κατά τους Hotaling και Sugarman (1986), η άσκηση βίας είναι περισσότερο χαρακτηριστικό των ζευγαριών που συμβιώνουν παρά των παντρεμένων. Οι Stets και Straus (1989) θεωρούν ότι αυτό μπορεί να αποδοθεί στα δυσδιάκριτα όρια της σχέσης και στις λιγότερες συναισθηματικές επενδύσεις που λαμβάνουν χώρα κατά τη συμβίωση.
Πέρα όμως από τους κοινωνικο-δημογραφικούς παράγοντες, ορισμένοι ερευνητές θεώρησαν σκόπιμο να μελετήσουν τη συμπεριφορά ζευγαριών στα οποία ο άνδρας βιαιοπραγούσε εις βάρος της γυναίκας με ζευγάρια που δεν αντιμετώπιζαν τέτοιου είδους πρόβλημα. Βρέθηκε ότι οι άνδρες που εκδήλωναν βίαιη συμπεριφορά ήταν περισσότερο επιθετικοί, ευέξαπτοι και αρνητικοί όταν καλούνταν να συζητήσουν για τη σχέση τους (Margolin, John & Gleberman, 1988) και να αναζητήσουν λύσεις αντιμετώπισης των προβλημάτων με τη σύζυγό τους. Γενικά, τα ζευγάρια με προβλήματα βίας δείχνουν να εκδηλώνουν υψηλότερα επίπεδα οργής, περιφρόνησης και απαξίωσης προς τον/τη σύντροφό τους και αδυνατούν να βγουν από τον αρνητικό κύκλο βίας στον οποίο έχουν εμπλακεί (Burman et al., 1993). Οι Sugarman και Hotaling (1989) βρήκαν ότι το συγκρουσιακό κλίμα και η έλλειψη επικοινωνίας και συναίνεσης μεταξύ των δύο συντρόφων οδηγεί σε φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας, γεγονός που επιτείνεται όταν το μορφωτικό επίπεδο της γυναίκας είναι υψηλότερο από του άνδρα (Hotaling και Sugarman, 1990).
Η κακοποίηση των γυναικών δεν είναι ένα στιγμιαίο γεγονός, αλλά μία διαδικασία με διακριτές φάσεις. Κατά το πρώτο στάδιο, ο άνδρας γίνεται ιδιαίτερα επικριτικός προς τη σύζυγό του, προκαλεί συγκρουσιακές καταστάσεις, ενώ εκείνη προσπαθεί να είναι συμβιβαστική, να τον ηρεμήσει, να τον φροντίσει ή να τον αποφύγει (Walker, 1984). Η βία που ασκείται είναι μικρής έντασης και μεμονωμένη.
Κατά τη δεύτερη φάση, η βία εντείνεται ψυχολογικά και φυσικά. Ο άνδρας επιτίθεται στη σύντροφό του χωρίς καμία συστολή ή ενδοιασμοί, σαν να επρόκειτο να χτυπήσει άλλον άνδρα. Η κακοποιημένη γυναίκα αισθάνεται πλέον φόβο, καταιγιστική απειλή και οι ενέργειές της αφορούν την αυτοάμυνα και επιβίωση (Saunders-Robinson, 1991).
Στην Τρίτη φάση («του μέλιτος», όπως συχνά αναφέρεται) ο δράστης ζητά συγχώρεση, εκδηλώνει μεταμέλεια και υπόσχεται ότι η βίαιη συμπεριφορά δεν θα επαναληφθεί. Κατά τους Bokunewicz και Copel (1992), η γυναίκα θέλει ολόψυχα να τον πιστέψει, να τον αλλάξει, να διαλύσει τη βία, αλλά όχι και τη σχέση (Walker, 1979). Η κακοποιημένη γυναίκα επιστρέφει στη σχέση όχι επειδή επιδιώκει την κακομεταχείριση, αλλά επειδή έχει επενδύσει στο σύντροφό της. Οι κακοποιημένες γυναίκες συνήθως εκδηλώνουν μεγάλη εξάρτηση από τον άνδρα, αρνείται ότι κακοποιήθηκε, ότι ο σύζυγος είναι βίαιος, δεν παραδέχεται άλλες εναλλακτικές εκτός από το γάμο της, επικαλείται θρησκευτικούς και ηθικούς λόγους για να μην χωρίσει. Οι Ferraro και Johnson (1983) αναφέρουν το «σύνδρομο του σωτήρα» για τις γυναίκες που έχουν υποστεί βιαιοπραγία, νιώθουν υπεύθυνες για το σύντροφό τους, είναι καχύποπτες προς τους ψυχολόγους και εμφανίζουν συμπτώματα ενοχής και χαμηλής αυτοεκτίμησης.
Σύμφωνα με τη θεωρία της αιτιακής απόδοσης ευθυνών, οι γυναίκες εσωτερικεύουν το ζήτημα της κακοποίησης ως πολύ πιο σοβαρό και επώδυνο σε σύγκριση με τους άνδρες, επειδή υποσυνείδητα ταυτίζονται με τα θύματα. Οι άνδρες υποβαθμίζουν το γεγονός ή το αποδίδουν σε περιστασιακούς παράγοντες. Πάντως, η κοινωνική αυτοεκπληρούμενη προφητεια προδικάζει την επιθυμητή γυναικεία συμπεριφορά και καταδικάζει την οποιαδήποτε απόκλιση από αυτήν. Επειδή η χειραφέτηση των γυναικών έχει απαξιώσει τους παραδοσιακούς κοινωνικούς ρόλους και έχει στρέψει τις γυναίκες στην αμφισβήτηση των πατριαρχικών αξιών, τα φαινόμενα κακοποίησης είτε εντείνονται είτε απλώς καταγγέλλονται συχνότερα από ό,τι παλαιότερα (Shaver, 1985).
Αν και πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι οι κακοποιημένες γυναίκες περνούν από φάσεις «μαθημένης αδράνειας», υπό την έννοια ότι δεν αντιδρούν στα βίαια επεισόδια, αλλά δέχονται παθητικά την επιθετικότητα, η Curnow (1997) υποστηρίζει ότι υπάρχει το στάδιο του «ανοιχτού παραθύρου», κατά το οποίο συνειδητοποιείται η πραγματικότητα της θυματοποίησης και αυτοθυματοποίησης της γυναίκας και γίνεται έκκληση για βοήθεια. Στην πραγματικότητα, μόλις αρθούν οι ενδοιασμοί, οι φόβοι, οι προκαταλήψεις και η αναποφασιστικότητα, η κακοποιημένη γυναίκα στρέφεται προς πάσα κατεύθυνση για βοήθεια και πολλές φορές την εξασφαλίζει όχι από επίσημους φορείς, αλλά από τα κοινωνικά υποστηρικτικά της δίκτυα. Κατά την περίοδο αυτή, το πιο βασικό στοιχείο είναι η συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξει ή να βελτιωθεί ο σύντροφος που την κακοποιεί. Η σχέση της μαζί του είναι καταδικασμένη. Κατά την Ulrich (1991), η γνωστική αυτή αλλαγή των αντιλήψεων είναι εμφανής στις συνεντεύξεις με κακοποιημένες γυναίκες, κατά τις οποίες χρησιμοποιούνται φράσεις όπως: «ξαφνικά έλαμψε κάτι μες το μυαλό μου», «κατάλαβα ότι», «συνειδητοποίησα ότι δεν γίνεται τίποτα», «ο άντρας μου έχει ψυχολογικό πρόβλημα».
Η Curnow (1997) θεωρεί ότι αυτό το στάδιο επέρχεται ξαφνικά, διακόπτει το φαύλο κύκλο της βίας και περιλαμβάνει τη γνώση ότι η γυναίκα έχει πέσει θύμα κακοποίησης, ότι ο άνδρας της πάσχει ψυχικά, ότι υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις διευθέτησης των προβλημάτων της συμβίωσης, εκτός από τη βία, ότι μόνη της δεν μπορεί να ξεφύγει και ότι χρειάζεται τη βοήθεια ειδικών.
2. Μεθοδολογία
Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο νησί της Λέσβου ήταν τηλεφωνική. Από τα περίπου 2500 τηλεφωνήματα τελικά απάντησαν οι 843, ενώ οι υπόλοιποι είτε δεν απάντησαν στο τηλέφωνο είτε αρνήθηκαν να απαντήσουν, μόλις πληροφορήθηκαν το αντικείμενο της έρευνας. Η δειγματοληψία ήταν τυχαία και έγινε βάση τηλεφωνικού καταλόγου (επιλογή ανά 5 καταχωρήσεις). Στην ερευνητική ομάδα συμμετείχαν φοιτητές του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
3.Αποτελέσματα
Το 16,1% γνώριζε από μία έως πέντε περιπτώσεις κακοποιημένων γυναικών στο χωριό ή στην πόλη που ζούσε. Οι κακοποιημένες γυναίκες σε ποσοστό 24,3% ανήκαν στην ηλικιακή ομάδα 20-30 ετών, το 46,3% στην ομάδα 31-40 ετών, ενώ σε μεγαλύτερα ηλικιακά στάδια η κακοποίηση αναφέρθηκε σε ποσοστό 24%. Για το υπόλοιπο 5,4% δεν διαθέτουμε πληροφορίες.
Το 29,4% απέδωσε την κακοποίηση στον αλκοολισμό από πλευράς του συζύγου, το 11% στην παθολογική ζήλια, το 8,1% στον οξύθυμο χαρακτήρα, το 8,5% σε μοιχεία, το 2,2% σε οικονομικά προβλήματα, το 22,8% σε συνδυασμό όλων των παραπάνω, ενώ το 18% των ερωτηθέντων ανέφερε λόγους, όπως η διαφορά μορφωτικού επιπέδου, η ασυμφωνία χαρακτήρων, τα ναρκωτικά, η χαρτοπαιξία και η εγκατάλειψη συζυγικής στέγης.
Δυστυχώς, μόνο το 13,3 % των κακοποιημένων γυναικών κατήγγειλε το γεγονός και μόλις το 10,2% πήρε διαζύγιο. Αντίθετα το 59,6% δέχτηκε παθητικά την κακοποίηση και το 8,1% κατέφυγε προσωρινά σε συγγενείς και φίλους. Υπήρξε μία περίπτωση που η κακοποιημένη γυναίκα σκότωσε τον άντρα της και μία που προσέφυγε σε αρμόδιο φορέα (ποσοστό 0,7%). Για το υπόλοιπο 8,1% των κακοποιημένων γυναικών δεν διαθέτουμε στοιχεία.
Προέκυψε ότι σε ποσοστό 47,1% η κακοποίηση εξακολουθεί να υφίσταται. Όσον αφορά στην αντίδραση της τοπικής κοινωνίας, αξίζει να αναφερθεί ότι το 25% αδιαφορεί για το γεγονός, το 50% αναλώνεται στο απλό σχολιασμό της κακοποίησης, το 8,8% ευαισθητοποιείται αλλά δεν προβαίνει σε κάποια ενέργεια και μόνο το 4,3% επεμβαίνει, για να βοηθήσει τη σύζυγο να ξεφύγει από τη νοσηρή αυτή κατάσταση. Το υπόλοιπο ποσοστό δεν απάντησε στην ερώτηση αυτή.
Στο 33,1% των περιπτώσεων η κακοποίηση ήταν τόσο σοβαρή, που χρειάστηκε νοσηλεία στο νοσοκομείο Μυτιλήνης. Οι έρευνες επίσης, επιβεβαιώνονται όσον αφορά το μορφωτικό επίπεδο της συζύγου και του άνδρα που κακοποιεί. Συγκεκριμένα το 45,6% των γυναικών ήταν απόφοιτοι δημοτικού, το 2,9% δεν γνώριζε γραφή και ανάγνωση, το 17,6% είχε απολυτήριο γυμνασίου, το 14% ήταν απόφοιτοι λυκείου, το 3,7% απόφοιτοι τεχνικής σχολής, ενώ το 6,2% είχε πτυχίο ανωτάτης σχολής.
Ομοίως, το 47,1% των ανδρών που κακοποιούσαν ήταν απόφοιτοι δημοτικού, το 5,1% δεν γνώριζε γραφή και ανάγνωση, το 13,2 είχε απολυτήριο γυμνασίου, το 11% είχε τελειώσει το λύκειο, το 2,2% ήταν απόφοιτοι τεχνικής σχολής, ενώ το 5,3% είχε πτυχίο ανωτάτης σχολής.
Στο 11% των περιπτώσεων παρουσιαζόταν κακοποίηση και των παιδιών. Το 12,4% των κακοποιημένων γυναικών κατοικούσε μέσα στην πόλη της Μυτιλήνης, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία (87,6%) διέμενε στην αγροτική ύπαιθρο. Το 44,1% των συζύγων που κακοποιούσε ασκούσαν το επάγγελμα του αγρότη. Το 50% των κακοποιημένων γυναικών ασχολείτο με οικιακά, το 9,6 με αγροτικές εργασίες, ενώ το υπόλοιπο 40,4% ήταν νοσηλεύτριες, καθαρίστριες, άνεργες, ημι-απασχολούμενες, πωλήτριες, εργάτριες και εργαζόμενες σε μπαρ και οίκους ανοχής. Βρέθηκε επίσης μία δασκάλα και έξι υπάλληλοι του δημοσίου.
4. Συμπεράσματα
Παρά τη θρυλούμενη χειραφέτηση της γυναίκας τα ποσοστά που προέκυψαν από την έρευνα μας αναγκάζουν να καταλήξουμε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η ισότητα των γυναικών αφορά περισσότερο αστικές και πολύ λιγότερο αγροτικές ή απομονωμένες νησιωτικές περιοχές. Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, ο αλκοολισμός ως αποκύημα της ανεργίας και της οικονομικής στενότητας, η ανεπαρκής ενημέρωση και πολύ δυσμενείς κοινωνικοί παράγοντες αναπαράγουν αυτό που όλοι γνωρίζουν, αλλά δεν κάνουν σχεδόν τίποτα για να αντιμετωπίσουν. Οι πομφολυγισμοί και οι βαρύγδουπες διακηρύξεις δεν μπορούν να αναστρέψουν τον μειονεκτικό ρόλο της γυναίκας, ειδικά όταν αυτή είναι εξαρτημένη οικονομικά από το σύζυγό της. Οι τοπικές κοινωνίες δείχνουν ατολμία και ελάχιστη υποστηρικτική διάθεση, διαιωνίζοντας έτσι τον φαύλο κύκλο της κακοποίησης. Δομές ψυχολογικής ενίσχυσης δεν υπάρχουν σε κανένα νησί του Β. Αιγαίου και ξενώνες φιλοξενίας υπάρχουν μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ο φόβος και η σιωπή θα εξακολουθούν να σκιάζουν τις γυναίκες της περιφέρειας, μέχρι το κράτος ή η τοπική πρωτοβουλία αποφασίσει να δράσει αποφασιστικά και αποτελεσματικά. Μέχρι τότε παρόμοιες έρευνες θα εμφανίζουν εξίσου υψηλά ποσοστά κακοποίησης, αδυνατώντας να αποτυπώσουν τα ποσοστά των γυναικών που δεν τολμούν καν να αναφέρουν το γεγονός.
* Ευστράτιος Παπάνης, Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου
Πηγή