6972755552, 6986933787 info@gonis.org.gr
 
ΓΟΝ.ΙΣ.

ΕΙΜΑΣΤΕ
ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΓΟΝΕΙΣ

ΓΟΝΕΪΚΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ-PARENTING PLAN

στο διαζύγιο

 Επιμέλεια: Θεοδώρα Αναγνώστου, Χριστίνα Καλιακούδα, Αντωνία Σκανδαλή, Ειρήνη Τσίρκα,Αγγελική Φράγγου : Τμήμα Ψυχολογίας ΕΚΠΑ 


Εισαγωγή

    Σύμφωνα με τις σχετικές εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών έχει παρατηρηθεί μεγάλη αύξηση του αριθμού των διαζυγίων. Η αύξηση της συχνότητας των διαζυγίων συνήθως συνδέεται με την επιθυμία των ατόμων για προσωπική ανάπτυξη και τις αλλαγές των αντιλήψεων για τη συζυγική-συντροφική ζωή με βάση την ικανοποίηση των συντρόφων από τη συναισθηματική, την ερωτική και την κοινωνική ζωή.

             Ιστορική αναδρομή

    Σε ό,τι αφορά στις εκδοθείσες δικαστικές αποφάσεις διαζυγίων από τη δεκαετία του 1960 μέχρι και περίπου το 1983 (όπου και άρχισε η ισχύς του Οικογενειακού Δικαίου της εποχής), ο «κλονισμός της εγγάμου σχέσεως» αποτελούσε το συχνότερο λόγο διαζυγίου και ακολουθούσαν η εγκατάλειψη και η διάσταση. Εκείνη τη χρονική περίοδο, οι δικαστές έκριναν (εκτός ακραίων παραδειγμάτων ή στην περίπτωση μοιχείας) ως αποκλειστικό φροντιστή του παιδιού τη μητέρα.  Αυτού του είδους η μητρική προτίμηση αντανακλούσε τη γενικότερη κοινωνική αντίληψη εκείνης της εποχής, ότι οι πατέρες δεν κρίνονταν ιδιαίτερα σημαντικοί για τη γενικότερη κοινωνική, νοητική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Η σκέψη ενισχύθηκε σημαντικά από τη ψυχοδυναμική θεωρία του ψυχισμού του Sigmund Freud, η οποία αποτελούσε τον αποκλειστικό τρόπο εκπαίδευσης και σκέψης των ειδικών ψυχικης υγείας για δεκαετίες. Οι περισσότερες μελέτες σχετικά με τις διαδικασίες συναισθηματικής προσκόλλησης του παιδιού επικεντρώνονταν αποκλειστικά στη μελέτη της σχέσης μητέρας- βρέφους (βλ. Winnicott σχέση “ψυχοσωματικής συντροφικότητας”, 1971) και έτσι ο κλάδος της αναπτυξιακής Ψυχολογίας δεν είχε ασχοληθεί τόσο με τον ρόλο και την επιρροή του πατέρα στην γενικότερη ανάπτυξη του παιδιού.

    Κατά τη χρονική περίοδο μετά την ισχύ του Οικογενειακού Δικαίου του 1983, ως συχνότερος λόγος διαζυγίου παρουσιάζεται το «συναινετικό διαζύγιο» και ακολουθούν «οι άλλοι νόμιμοι λόγοι» της ισχύουσας νομοθεσίας και η «υπερτετραετής διάσταση». Με το συναινετικό διαζύγιο η κοινή αίτηση των συζύγων για διαζύγιο βασίζεται στην παραδοχή και των δύο πλευρών του κλονισμού της σχέσης τους και στη συμφωνία τους για λύση της έγγαμης συμβίωσής τους, χωρίς να υπάρχει ανάγκη διερεύνησης και απόδειξης της υπαιτιότητας του καθενός ή και των δύο μαζί. Αυτή  τη χρονική περίοδο, οι δικαστές συνέχισαν να κρίνουν (εκτός ακραίων παραδειγμάτων και άσχετα απο υπαιτιότητα) ως αποκλειστικό φροντιστή του παιδιού τη μητέρα. Ουσιαστικά διαφοροποιούσαν την γονεϊκή ιδιότητα και των δυο γονέων. Μετά το διαζύγιο αφαιρούσαν την επιμέλεια από την γονική μέριμνα και την ανέθεταν συνήθως σε ένα γονέα ενώ ο άλλος μετατρέπονταν σε απλό φορέα δικαιώματος επικοινωνίας χωρίς υποχρέωση συμμετοχής στις αποφάσεις για την ζωή του παιδιού,χωρίς υποχρέωση ανατροφής ή συμμετοχής στην καθημερινότητα του παιδιού. Ανάθεταν έτσι σε έναν γονέα την πλήρη ευθύνη ανατροφής και ο άλλος μετατρέπονταν σε συγγενή με δικαίωμα επικοινωνίας και μόνο οικονομικές υποχρεώσεις.

    Τα τελευταία χρόνια, οι σύγχρονες έρευνες αποσκοπούν κυρίως στη διερεύνηση της λειτουργίας της οικογένειας και των σχέσεων των μελών της μετά το διαζύγιο, αφού έχει αποδειχθεί πλέον η καθοριστική σημασία τους στην προσαρμογή όλων των μελών της οικογένειας. Οι γονείς παύουν να είναι σύζυγοι και ο ένας μετακομίζει σε άλλο σπίτι.           Η οικογένεια αλλάζει μορφή. Τα παιδιά όμως εξακολουθούν να έχουν δύο γονείς και οι γονείς συνεχίζουν να έχουν τη γονεϊκή ιδιότητα. Με την αναγνώριση του σημαντικού ρόλου του κάθε γονέα και τη διεθνή τάση για ανάληψη/άσκηση της γονεϊκής μέριμνας και από τους δύο γονείς, χρησιμοποιείται πλέον ο όρος διπυρηνική οικογένεια. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι σημαντικό να κατανοηθεί ότι το διαζύγιο αποτελεί μία μακροχρόνια και σύνθετη διαδικασία με πολλά στάδια και αλλαγές για όλα τα μέλη της οικογένειας.

  Στην περίοδο του 20ού αιώνα, όπου το παιδί άρχισε να αποκτά αυτόνομη υπόσταση και να γίνεται το ίδιο φορέας δικαιωμάτων διατυπώθηκε το παράδειγμα των «κρίσιμων χρόνων». Σύμφωνα με αυτό, η διαβίωση με τη μητέρα από τη γέννηση έως και την εφηβεία θεωρείτο για χρόνια ότι θα διασφάλιζε την υγιή ανάπτυξη του παιδιού. Το παράδειγμα αυτό βασίστηκε και στην ψυχολογική θεωρία του δεσμού του Bowlby (1951), σύμφωνα με την οποία η σταθερότητα της σχέσης με τη μητέρα είναι καθοριστική για την ανάπτυξη ενός υγιούς και ασφαλούς δεσμού, και επομένως για την ομαλή ψυχολογική εξέλιξη. Συνεπακόλουθο, οι αποφάσεις των δικαστηρίων έδιναν την αποκλειστική επιμέλεια στη μητέρα, εκτός και αν συνέτρεχαν λόγοι ακαταλληλότητας στο πρόσωπο της, ή ήταν η ίδια υπαίτια του διαζυγίου.

    Η προτίμηση της μητέρας σταδιακά άρχισε να δέχεται αμφισβητήσεις και επικρίσεις. Έτσι, από τις αρχές του 1970 σε πολλές δυτικές χώρες παρατηρήθηκε μία αλλαγή στην κουλτούρα της οικογενειακής ζωής μετά τη λύση του γάμου, ως προς τη λογική των συμφερόντων του παιδιού. Διαπιστώθηκε ότι το διαζύγιο και ο χωρισμός επιδρά σημαντικά στην ψυχοσύνθεση των παιδιών, δημιουργώντας συναισθήματα δυστυχίας. Τα προβλήματα στη ψυχοσύνθεση των παιδιών διογκώνονται από το στοιχείο του νικητή και του χαμένου στις σχέσεις των γονέων, την ένταση των διαμαχών μεταξύ τους, την αδυναμία των δικαστηρίων να θέσουν οριστικά τέλος στις προστριβές αυτές, και κυρίως από την απουσία του γονέα που δεν κατοικεί μαζί του.

    Το μοντέλο που ίσχυε μέχρι πρότινος, όπου η μητέρα εξακολουθούσε και μετά το χωρισμό να παίζει πρωταρχικό ρόλο στη φροντίδα του παιδιού της οφείλει να αντικατασταθεί από τη λογική της ισότητας στην φροντίδα που παρέχει η μητέρα και ο πατέρας στο παιδί του. Η λογική αυτή λειτουργεί προς το συμφέρον του τέκνου, καθώς περιορίζεται η απαίτηση της μητέρας να απαγορεύσει την επαφή του παιδιού με τον πατέρα, και η σύνδεση της καθημερινής επαφής του πατέρα με το παιδί με την έννοια της εκπλήρωσης απλά μιας υποχρέωσης. Παρά την αντίθετη άποψη που κυριαρχούσε στο παρελθόν στην κοινή γνώμη, σύμφωνα με την οποία οι πατέρες θέλουν να απαλλαγούν από την φροντίδα και την επιμέλεια των παιδιών τους μετά το διαζύγιο, πρόσφατες μελέτες αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο. Η πλειονότητα των πατέρων ανησυχεί για τον ψυχολογικό αντίκτυπο της απουσίας τους από τη ζωή των παιδιών. Πολλές φορές νιώθουν πως είναι απόντες και ανίκανοι να είναι εκεί για αυτά. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, πως ο ρόλος και η φυσική παρουσία του πατέρα μετά τη διάζευξη των δύο γονέων, οφείλει να είναι αναπόσπαστο κομμάτι στη ζωή και την ανατροφή του παιδιού, χωρίς τον παραγκωνισμό του (Διαχείριση χωρισμού διαζυγίου γονέων, Πετράκης 2021).

   Όσον αφορά την ψυχολογική κατάσταση του τέκνου, την αυτοεκτίμηση καθώς και το αίσθημα εμπιστοσύνης που αναπτύσσει, η ενεργή συμμετοχή του πατέρα στη ζωή του παιδιού του είναι πρωταρχικής σημασίας. Η διαφύλαξη της σχέσης και η ανάπτυξη της συνεπάγεται την καθημερινή τριβή και την ουσιώδη επικοινωνία. Εκ παραλλήλου, έχει υποστηρικτεί πως και οι δύο γονείς οφείλουν να συνεισφέρουν ισάξια και σε ευεργετικό βαθμό στην κοινωνική, νοητική και συναισθηματική ανάπτυξη των τέκνων τους, καθώς και στο συναίσθημα αποδοχής και αυτοαξίας. Έτσι, το συμφέρον του παιδιού κατευθύνει στην λογική της επαφής του και με τους δύο γονείς, χωρίς να θεωρείται το παιδί τμήμα της γονεϊκής ιδιοκτησίας και χωρίς να χρησιμοποιείται ως μέσο εκδίκησης κατά τη διάρκεια των διαμαχών μεταξύ των γονέων.

 Το διαζύγιο επιφέρει ριζικές αλλαγές στους ρυθμούς της οικογενειακής ζωής. Ωστόσο, δεν συνεπάγεται τη διάλυση της πυρηνικής οικογένειας, αλλά τον επαναπροσδιορισμό αυτής (Ahrons, 1980). Στις περισσότερες άθικτες οικογένειες και οι δύο γονείς συμμετέχουν ενεργά στην καθημερινή ρουτίνα, κάτι το οποίο δεν ισχύει μεχρι σήμερα για τις περισσότερες διαζευγμένες οικογένειες. Μετά το διαζύγιο, η καθημερινότητα, η ρουτίνα ενός παιδιού είναι διαφορετική με τον κάθε γονέα. Αυτή μεταβάλλεται ανάλογα με το είδος της επιμέλειας που ισχύει σε κάθε περίπτωση, είτε μιλάμε για αποκλειστική είτε μιλάμε για κοινή επιμέλεια.

   Ο όρος “από κοινού επιμέλεια” τυγχάνει πολλαπλών ερμηνειών, διότι συγχέεται στον κοινό νου, η από κοινού νομική επιμέλεια (η οποία ορίζεται ως η μοιρασμένη ευθύνη για σημαντικές αποφάσεις οι οποίες αφορούν στα παιδιά) με την από κοινού φυσική επιμέλεια (η οποία αναφέρεται στο χρόνο φροντίδας-ανατροφής με τον κάθε γονέα, δηλαδή, στα προγράμματα επισκέψεων και πρόσβασης). Η από κοινού επιμέλεια σημαίνει κοινές αποφάσεις και κοινή εξουσία επέμβασης και των δύο γονέων σε όλους τους σημαντικούς τομείς για την υγιή ανάπτυξη και ανατροφή των παιδιών τους (λ.χ. εκπαίδευση, ιατρική φροντίδα, θρησκευτικές πεποιθήσεις, γενική ευημερία), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο χρόνος που περνά κάθε γονέας με το παιδί του πρέπει να είναι αυστηρά και ισοδύναμα μοιρασμένος. Παρέχει στους γονείς τη δυνατότητα να ασκούν αδιάκοπα τον γονεϊκό ρόλο της μητέρας και του πατέρα και να είναι συνεχώς παρόντες στην καθημερινή ζωή των παιδιών τους.


         ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ

     Κάποιοι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν το αν θα οριστεί κοινή επιμέλεια μετά τη διάζευξη, σχετίζονται πρωταρχικά με την ασφάλεια του παιδιού καθώς και την ‘ικανότητα’ κάθε γονέα να αναλάβει ευθύνες. Η ενδοοικογενειακή βία (σωματική, λεκτική, ψυχολογική), η χρήση ουσιών, η ύπαρξη σοβαρών θεμάτων ψυχικής υγείας καθώς και η οικονομική κατάσταση του κάθε γονέα μπορεί να επιδράσει αρνητικά στην τήρηση κοινής επιμέλειας και από τους δύο γονείς (Department of Justice Canada, 2013).

  Σε ένα μέρος τους, οι συνήθειες μιας οικογένειας δεν μεταβάλλονται, σαφώς, όμως, θα επηρεαστούν σε κάποιο βαθμό ως συνέπεια του διαζυγίου. Ο καθορισμός της επιμέλειας είναι το στοιχείο αυτό που διαμορφώνει, στο σύνολό της, τη ρουτίνα μιας οικογένειας μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης.

     Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα (Πανεπιστήμια του Amsterdam και του Groningen, 2015), η καθημερινότητα που ακολουθεί μια διαζευγμένη οικογένεια περιλαμβάνει τη συμμετοχή και των δύο γονέων, ξεχωριστά, στην καθημερινότητα του παιδιού, στην περίπτωση της κοινής επιμέλειας. Αντίθετα, η αποκλειστική επιμέλεια έγκειται στη συμμετοχή του ενός γονέα, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, στη ρουτίνα.

    Στην περίπτωση της κοινής επιμέλειας το παιδί μπαίνει σε μια νέα πραγματικότητα με κυριότερη μεταβολή αυτή της κατοικίας του. Το μοντέλο της κοινής ανατροφής προϋποθέτει ότι το παιδί θα διαθέτει δύο μόνιμες κατοικίες, καθώς θα διαμένει και με τους δύο γονείς για χρόνο που καθορίζεται από την συμφωνία τους ή την εκάστοτε απόφαση και το γονεϊκό προγραμματισμό που έχει εγκρίνει/αποφασίσει η δικαστική αρχή. Μετά το Σεπτέμβριο του 2021, όπου τέθηκε σε εφαρμογή ο νόμος 4800/2021 η κοινή επιμέλεια βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαζυγίου. Παρά το γεγονός ότι επήλθε ο χωρισμός, οι γονείς δίνουν έμφαση στη συνέχιση της προ-διαζυγίου οικογενειακής ζωής, με στόχο να επιτευχθεί όσο το δυνατόν λιγότερη αλλαγή στη ζωή και την καθημερινότητα του παιδιού. Υπάρχει ένας διαχωρισμός ανάμεσα στο ρόλο τους ως γονείς και το ρόλο τους ως σύντροφοι (Bakker et al., 2015). Γίνεται μια συνολική προσπάθεια ώστε να εκμηδενιστεί ο αντίκτυπος της αποτυχίας τους στο συντροφικό ρόλο και δίνουν βάση στη λήψη αποφάσεων ηθικού χαρακτήρα και όχι σε ιδιοτελείς και εγωιστικούς σκοπούς.

  Στην περίπτωση, λοιπόν, της κοινής επιμέλειας, αξίζει να αναφερθεί ότι η ζωή του παιδιού μοιράζεται εξίσου και στα δύο σπίτια των διαζευγμένων γονέων πάντα σύμφωνα με αυτό που ορίζει ο γονεϊκός προγραμματισμός εξατομικευμένα. Οι ευθύνες των γονέων διέπουν όλες τις εκφάνσεις της ρουτίνας του παιδιού και εκτείνονται από το ποιος θα παραλάβει το παιδί από το σχολείο, ποιος θα παραστεί μαζί του σε ιατρικό ραντεβού μέχρι το ποιος θα το συνοδεύσει σε κάποια εξωσχολική δραστηριότητα ή κάποια κοινωνική εκδήλωση, υποχρέωση. Ωστόσο, στις περιπτώσεις αυτές πρωτεύοντα ρόλο διαδραματίζει η κατοικία των γονέων και η μεταξύ τους χιλιομετρική απόσταση, ώστε όλα τα παραπάνω να καθίστανται πραγματοποιήσιμα.

    Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι αναμνήσεις και οι στιγμές που δημιουργήθηκαν με την οικογένεια στην προηγούμενη μορφή της, προ του διαζυγίου δηλαδή, διατηρούνται. Μιλώντας για αναμνήσεις και στιγμές, χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε τους εορτασμούς των Χριστουγέννων, του Πάσχα ή των γενεθλίων και γενικότερα άλλες γιορτές και στιγμές που το παιδί περνούσε και με τους δύο γονείς μέχρι πρότινος. Αυτό δεν υπέστη ουσιαστική μεταβολή σε αυτή τη νέα πραγματικότητα που περιλαμβάνει, διαζύγιο των γονέων μεν αλλά κοινή επιμέλεια του παιδιού μεταξύ των γονέων. Παρακολουθούν μαζί τις δραστηριότητες του παιδιού τους, γιορτάζουν μαζί τα γενέθλιά του περνώντας χρόνο μαζί ή τρώγοντας, για παράδειγμα, σε ένα εστιατόριο.

    Ακόμα και όταν οι πρώην σύζυγοι έχουν προχωρήσει στην προσωπική τους ζωής, αυτό δεν αποτελεί εμπόδιο στη συνέχιση μιας ομαλής σχέσης ανάμεσα στο γονέα και το παιδί.

     Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο νέος σύντροφος θα αποτελέσει τροχοπέδη στην διατήρηση μιας υγιούς σχέσης μεταξύ γονέα-παιδιού ή πρώην συζύγων. Η πιο λογική εξήγηση είναι ότι ο νέος σύντροφος δυσκολεύεται να δεχτεί τη σχέση που θα έχουν οι δύο πρώην σύζυγοι για χάρη του παιδιού, δεν μπορεί να «μοιραστεί» το σύντροφό του.

    Σε άλλη περίπτωση κοινής ή αποκλειστικής επιμέλειας, τα παιδιά διαμένουν με τον έναν γονέα, αλλά επισκέπτονται τον άλλον σε τακτική βάση. Οι γονείς κρατούν μια πολιτισμένη σχέση για χάρη του παιδιού, ωστόσο αυτό παραμένει εκεί. Δεν θα πρέπει όμως, να συγχέεται αυτή την περίπτωση με την παραπάνω, καθώς εδώ οι γονείς, πολλές φορές έχοντας δημιουργήσει νέα οικογένεια, κρατούν μια καθαρά τυπική σχέση την οποία, αν δεν υπήρχε το παιδί, δεν θα διατηρούσαν. Αυτό συνήθως σχετίζεται με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε το διαζύγιο. Βέβαια, υπάρχουν άλλα παραδείγματα, όπου οι γονείς και πρώην σύζυγοι προσπαθούν για τη διατήρηση της μεταξύ τους σχέσης, αλλά οι νέες οικογένειες και από τις δύο πλευρές δημιουργούν εμπόδια. Δεν είναι λίγες οι φορές που παρατηρείται σταδιακή συρρίκνωση της επικοινωνίας μεταξύ πρώην συζύγων, γιατί επιθυμούν να δώσουν χώρο στη νέα τους οικογένεια, κάτι που επιδρά και στην ψυχοσύνθεση και την προσαρμοστικότητα του παιδιού, το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει και να αποδεχτεί τη σταδιακή ρήξη στη σχέση μεταξύ των γονέων του. Χαρακτηριστικά, σε έρευνα παρατηρήθηκε ότι πολλοί γονείς που συμμετέχουν στη συν-ανατροφή του παιδιού τους, αντικατέστησαν βαθμιαία την άμεση επικοινωνία για ζητήματα ανατροφής, με μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή σημειώματα (Bakker, 2015). Ωστόσο, όσον αφορά τη σχέση τους με το παιδί στη νέα πραγματικότητα, με τις δύο οικογένειες πλέον, γιορτές όπως τα Χριστούγεννα ή τα γενέθλιά του, γιορτάζονται δύο φορές, και στις δύο κατοικίες και με τις δύο οικογένειες.

    Αξίζει να τονιστεί ότι η προσαρμογή του παιδιού στη νέα μορφή της οικογένειας εξαρτάται από διάφορους παράγοντες (Hetherington, Stanley-Hagan και Anderson, 1989), όπως:

  • την ύπαρξη ή μη πολλαπλών στρεσογόνων παραγόντων για το παιδί, όπως οι διαμάχες, οι οικονομικές δυσκολίες, αλλά και η ανάληψη νέων ρόλων στην οικογένεια,

  • τα προσωπικά χαρακτηριστικά του παιδιού όπως ο χαρακτήρας του, η ευφυΐα του, η ανεξαρτησία του, η εσωτερική ή εξωτερική εστίαση ελέγχου και η αυτοεκτίμησή του,

  • την ηλικία του παιδιού κατά το χωρισμό και το εξελικτικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται,

  • το φύλο του παιδιού, αφού τα αγόρια που ζουν με τη μητέρα παρουσιάζουν αυξημένα ποσοστά σε προβλήματα συμπεριφοράς και διαπροσωπικών σχέσεων με χαρακτηριστική ανυπακοή, επιθετικότητα και εκδραμάτιση, ενώ τα κορίτσια δείχνουν να αντιδρούν όταν η μητέρα τους επιχειρήσει νέο γάμο,

  • την οικονομική ευμάρεια της νέας οικογένειας που προκύπτει μετά το διαζύγιο ή έπειτα από νέο γάμο του κηδεμόνα,

  • τις σχέσεις των γονέων μετά το διαζύγιο,

    τα επίπεδα ανταπόκρισης των γονέων στο νέο τους ρόλο, παρά τα ψυχολογικά, συναισθηματικά ή προβλήματα υγείας που είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν στο διάστημα μετά το χωρισμό, δηλαδή ένα διάστημα όπου οι καταστάσεις γύρω από το παιδί αλλάζουν ταχύτατα και αυτό έχει ανάγκη από σταθερότητα, την επικοινωνία με τον απόντα γονέα/ η επικοινωνία με τον ικανό, υποστηρικτικό και ομαλά προσαρμοσμένο πατέρα, που δεν έχει την επιμέλεια, δείχνει να υποστηρίζει το παιδί και ιδιαίτερα το αγόρι, ενώ 

    η συνεχής ανάμειξη της μητέρας όταν δεν έχει την επιμέλεια δείχνει να προτρέπει σε διαμάχες, κυρίως μεταξύ του παιδιού και της θετής μητέρας, την ύπαρξη ή μη υποστηρικτικών συστημάτων όπως το σχολείο ή το κέντρο ημέρας για το παιδί, οι φίλοι, η ευρύτερη οικογένεια που περιλαμβάνει την γιαγιά, τον παππού, τα βιολογικά και τα θετά αδέρφια. Η θερμή, υποστηρικτική σχέση του παιδιού με τα άτομα και τις δομές του προσδίδει ασφάλεια, σταθερότητα και δομημένο ή προβλέψιμο περιβάλλον αντίστοιχα, σε μια περίοδο που η ρουτίνα του έχει διακοπεί.

   Συνεχίζοντας, το διαζύγιο συνεπάγεται τη λύση του γάμου αλλά όχι και την αποξένωση των δύο πρώην συζύγων. Ανεξάρτητα από την εφαρμογή κοινής ή αποκλειστικής επιμέλειας, το παιδί περνά χρόνο και με τους δύο γονείς, αλλά και με την ευρύτερη οικογένεια του καθενός, και ειδικότερα τα πεθερικά, ή αλλιώς τη γιαγιά και τον παππού. Η ρουτίνα του παιδιού μιας διαζευγμένης οικογένειας μπορεί να περιλαμβάνει την συχνή εμπλοκή τους σε αυτήν. Για παράδειγμα, μπορεί να περνούν χρόνο με το παιδί και να το φροντίζουν εξαιτίας αυξημένων εργασιακών υποχρεώσεων των γονέων.

    Εξετάζοντας τη ρουτίνα ενός παιδιού στην περίπτωση της αποκλειστικής επιμέλειας, αξίζει να αναφερθεί ότι μόνο ο ένας γονέας συμμετέχει καθημερινά στη ζωή του παιδιού και, βέβαια, έχει μόνο μια μόνιμη κατοικία. Αυτό, όμως, δεν συναντάται μόνο στην περίπτωση της αποκλειστικής επιμέλειας, αλλά και της κοινής. Γιατί, μπορεί οι γονείς να έχουν συμφωνήσει ότι θα αποφασίζουν εξίσου για θέματα σχετικά με την υγεία, την εκπαίδευση και όλες τις σημαντικές πτυχές της καθημερινής ρουτίνας του παιδιού, αλλά να μην είναι εφικτή η διαμονή του παιδιού και στις δύο κατοικίες λόγω μεγάλης γεωγραφικής απόστασης. Αναμφισβήτητα, ένα διαζύγιο αλλάζει τη ζωή μιας οικογένειας (Moxnes, 1999).

     Νομοτελειακά μια τέτοια εξέλιξη, αλλαγή, θα επηρεάσει ή και θα αναστατώσει τη ρουτίνα του παιδιού και των γονέων και θα θέσει νέες βάσεις για τον επαναπροσδιορισμό αυτής.

     Η μορφή της οικογένειας μετά το χωρισμό δεν παραμένει ίδια στο πέρασμα των χρόνων (Smart and Neale, 1999; Smart et al, 2001; Smyth, 2004). Ο ένας από τους δύο ή και οι δύο γονείς μπορεί μετά από καιρό να δημιουργήσει νέα οικογένεια, πράγμα που θα επηρεάσει την ισχύουσα ρουτίνα. Σε διαφορετική περίπτωση μπορεί οι σχέσεις και οι δεσμοί των γονέων να μην είναι ευνοϊκοί τον πρώτο καιρό, οπότε ο ένας γονέας συμμετέχει στην ανατροφή κατά μεγαλύτερο ποσοστό, αλλά αυτό μπορεί να μεταβληθεί με τον καιρό όταν «οι γονείς συνειδητοποιούν σταδιακά ότι θα πρέπει να φέρνουν στο προσκήνιο αποκλειστικά και μόνο το συμφέρον του παιδιού» (Bakker et al., 2015).

     Μια οικογενειακή ρουτίνα εξακολουθεί να υφίσταται ακόμα και μετά το διαζύγιο, σε παραλλαγμένη μορφή. Το γεγονός αυτό αποτελεί, αναμφισβήτητα, το συνδετικό κρίκο για τη διαμόρφωση και τη διατήρηση ενός καλού κλίματος ανάμεσα στα μέλη της νέας μορφής οικογένειας.

                     .... 

    για να δείτε την συνέχεια πατήστε εδώ