Σήμερα το διαζύγιο αποτελεί πλέον στην Ελλάδα, μια συνηθισμένη
έκβαση των γάμων, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε πριν κάποιες δεκαετίες. Σύμφωνα
με έρευνες, μάλιστα, που έγιναν στη χώρα μας, έγινε γνωστό πως για κάθε 100
γάμους εκδόθηκαν 21,8 διαζύγια, ενώ στα υπόλοιπα κράτη της Ευρώπης τα
αντίστοιχα ποσοστά είναι σχεδόν διπλάσια, αφού βρέθηκε πως για κάθε 100 γάμους
εκδόθηκαν 43 διαζύγια. Είναι κατανοητό επομένως πως υπάρχει μια έντονα αυξητική
τάση των διαζυγίων, με αποτέλεσμα το συγκεκριμένο γεγονός ζωής να έχει συζητηθεί
και μελετηθεί ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες (Eurostat, 2009a).
Είναι σημαντικό να τονιστεί πως η νόμιμη διάλυση του γάμου αποτελεί
ταυτόχρονα και ρήξη της γονικής σχέσης. Αυτή η διαδικασία δημιουργεί προκλήσεις
και άγχη, τα οποία επηρεάζουν κατά κύριο λόγο το παιδί. Το διαζύγιο αποτελεί μόνο
ένα γεγονός, διότι οι οικογενειακές συνθήκες που υπήρχαν πριν από αυτό ή
προέκυψαν μετά την έκβαση του, είναι σημαντικότερες ως προς την προσαρμογή του
παιδιού απ’ ότι το ίδιο το διαζύγιο (Coleman, 2013).
Η ηλικία του παιδιού
Η προσαρμογή του παιδιού μετά το χωρισμό των γονέων είναι μια διαδικασία
πολυδιάστατη, καθώς επηρεάζεται και εξαρτάται από πολλούς και ποικίλους
παράγοντες. Αρχικά η ηλικία του παιδιού παίζει καθοριστικό ρόλο στον τρόπο με τον
οποίο θα αντιμετωπίσει τη συγκεκριμένη κατάσταση. Επομένως, η προσαρμογή του,
εξαρτάται άμεσα από την αντίδραση που θα έχει ανάλογα με την ηλικία του και
συνεπώς με το εξελικτικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται κατά το χρονικό διάστημα του
διαζυγίου (Λουμάκου & Μπρουσκέλη, 2010). Οι ηλικιακές βαθμίδες χωρίζονται στη
βρεφική, προσχολική, σχολική και εφηβική ηλικία.
Πιο συγκεκριμένα, κατά τη βρεφική ηλικία, η συναισθηματική κατάσταση του
παιδιού, επηρεάζεται άμεσα από το άτομο που το φροντίζει. Τα βρέφη βιώνουν
αυξημένα επίπεδα ανησυχίας, έχουν προβλήματα ύπνου, κολικούς, κλάμα και είναι
αρκετά επιθετικά. Επίσης, νιώθουν έντονα το άγχος του αποχωρισμού και είναι
πιθανό να έχουν αναπτυξιακή παλινδρόμηση. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, πως αν
τα βρέφη δε δέχονται τα κατάλληλα ερεθίσματα για τη σωστή ψυχοκινητική τους
ανάπτυξη είναι πιθανό να παρουσιάσουν ψυχοκινητική καθυστέρηση. (Cohen & the
Committee on Psychosocial Aspects of Child and Family Health, 2002• Τσίτουρα,
2005). Γίνεται αντιληπτό πως στη συγκεκριμένη ευάλωτη ηλικία, οι αντιδράσεις του
παιδιού είναι έντονες άρα και η προσαρμογή του αποτελεί μια ιδιαίτερα δύσκολη και
απαιτητική διαδικασία για τους γονείς.
Εν συνεχεία, τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας στο διάστημα που ακολουθεί το
διαζύγιο, δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν σωστά το γεγονός, τα συναισθήματα των
γονέων τους και το τι θα συμβεί στο μέλλον. Συνήθως έχουν ενοχικά συναισθήματα,
φοβούνται πως οι γονείς θα τα εγκαταλείψουν λόγω της αποχώρησης του ενός γονέα
και έχουν συχνές φαντασιώσεις πως οι γονείς τους θα τα ξαναβρούν. Μάλιστα, λόγω
της ανωριμότητας της ηλικίας τους, διακατέχονται από έντονο άγχος, όμως διατηρούν
υποσυνείδητα λιγότερες αναμνήσεις από την περίοδο του διαζυγίου. Συνήθως
προσκολλώνται στο γονέα ή τον εκπαιδευτικό και οι κρίσεις θυμού σε συνδυασμό με
διαταραχές ύπνου και της ενούρησης, υποδηλώνουν τη δυσκολία του παιδιού να
προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα (Χατζηχρήστου, 2015). Ωστόσο, σύμφωνα με τα
ευρήματα, ο θυμός μπορεί να παραμείνει για πολλά χρόνια μετά το διαζύγιο, όμως τα
παιδιά προσχολικής ηλικίας προσαρμόζονται σχετικά ομαλά μετά τον πρώτο χρόνο
και διατηρούν καλές σχέσεις κυρίως με το γονέα που έχει την επιμέλεια (Burke,
McIntosh, & Gridley, 2009).
Προχωρώντας στη σχολική ηλικία, τα παιδιά αντιμετωπίζουν το χωρισμό των
γονέων τους αρκετά έντονα και η προσαρμογή τους κρίνεται ιδιαίτερα δύσκολη και
μερικές φορές οδυνηρή. Ειδικότερα, βιώνουν θλίψη και ντροπή για το διαζύγιο των
γονιών τους. Ο θυμός είναι η πιο συχνή αντίδραση σε αυτήν την ηλικιακή βαθμίδα, ο
οποίος συνήθως κατευθύνεται προς το πρόσωπό της οικογένειας που έχει την
επιμέλεια ή εκδηλώνεται εντός του σχολικού περιβάλλοντος με επιθετική
συμπεριφορά. Υπάρχει έντονη εσωτερική σύγκρουση μεταξύ των συναισθημάτων
του θυμού και της οργής, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που τα παιδιά κατευθύνονται από
τους γονείς, ώστε να πάρουν θέση υπέρ του ενός ή του άλλου (Χατζηχρήστου,
2011α). Μια τέτοια διαδικασία, όχι μόνο παρεμποδίζει την ομαλή προσαρμογή του
παιδιού στο διαζύγιο, αλλά του δημιουργεί επίσης, πολύ έντονα και αρνητικά
συναισθήματα. Είναι πιθανό, μάλιστα, να απομονωθεί καθώς νιώθει αδύναμο να
μοιραστεί τα συναισθήματα του (Herbert, 1998• Τσίτουρα, 2005).
Όσον αναφορά τα παιδιά προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας, σύμφωνα με τα
αποτελέσματα ερευνών, δυσκολεύονται ιδιαίτερα να προσαρμοστούν στη νέα
κατάσταση, μόνο που σε αυτήν την ηλικία τείνουν να καλύπτουν τον πόνο και τη
λύπη τους. Συνήθως, έχουν άρνηση να συζητήσουν το θέμα του διαζυγίου και παρά
το γεγονός πως η γνωστική τους ικανότητα τους επιτρέπει να κατανοήσουν πλήρως
το λόγο του χωρισμού, δυσκολεύονται να το αντιμετωπίσουν (Sirvanli-Ozen, 2004.
Storksen, Roysamb, Moum & Tambs, 2005). Κύριος λόγος αυτής της αντίδρασης
είναι πως μαζί με όλες τις αναπτυξιακές αλλαγές που καλούνται να αντιμετωπίσουν
εκείνη την περίοδο της ζωής τους, οφείλουν ταυτόχρονα να προσαρμοστούν και στις
νέες συνθήκες που θα προκύψουν μετά το διαζύγιο των γονέων τους (Burke,
McIntosh, & Gridley, 2009).
Ωστόσο αξίζει να σημειωθεί, πως πέρα από τις αρνητικές αντιδράσεις, μέσα στις
οποίες συγκαταλέγονται και τα διαπροσωπικά και ενδοπροσωπικά προβλήματα
συμπεριφοράς στο σπίτι και το σχολείο, υπάρχουν και αντιδράσεις ανακούφισης και
ικανοποίησης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ομαλότερη προσαρμογή του εφήβου και
την καλύτερη λειτουργικότητα του στην καθημερινή του ζωή. Έρευνες μάλιστα
έχουν δείξει πως ορισμένοι έφηβοι χωρισμένων γονέων, ανεξαρτήτως φύλου,
αναπτύσσουν περιορισμένα στερεότυπα σε σχέση με το επάγγελμα που θα
ακολουθήσουν, κάτι το οποίο πιθανώς να οδηγήσει σε επιτυχημένη πορεία στην
αγορά εργασίας (Χατζηχρήστου, 2015).
Προσαρμοστικοί Παράγοντες
Συνεχίζοντας δεν πρέπει να παραλειφθεί ο καταλυτικός ρόλος ορισμένων
παραγόντων, που έπονται της ηλικίας, στην προσαρμογή του παιδιού μετά το
διαζύγιο. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με το Μοντέλο των Προκλήσεων που
παρουσιάζουν οι Gately και Schwebel, οι συγκεκριμένοι παράγοντες ή αλλιώς
προσαρμοστικοί παράγοντες, χωρίζονται σε προσωπικούς, περιβαλλοντικούς,
πολιτισμικούς και οικογενειακούς. Στους προσωπικούς παράγοντες περιλαμβάνεται
το φύλο, η ηλικία, για την οποία έγινε ήδη εκτενή αναφορά, το επίπεδο γνωστικών
και κοινωνικών ικανοτήτων και ο χαρακτήρας του παιδιού. Μάλιστα, η ευκολότερη
υιοθέτηση των νέων δεδομένων και η αποτελεσματικότερη προσαρμογή γίνεται
κυρίως από τα κορίτσια έναντι των αγοριών, από παιδιά με ανεπτυγμένες γνωστικές
δεξιότητες και δυνατότητες διαπροσωπικής κατανόησης, από παιδιά που βρίσκονται
σε μεγαλύτερη ηλικία από την προεφηβική, καθώς και από παιδιά με πιο «εύκολο»
και προσαρμοστικό χαρακτήρα.
Στη δεύτερη κατηγορία προσαρμοστικών παραγόντων ανήκει το περιβάλλον του
παιδιού. Όταν το περιβάλλον του παιδιού δεν το προκαλεί αρνητικά λόγω της νέας
κατάστασης, το βοηθάει να προσαρμοστεί καλύτερα. Ειδικότερα, τα παιδιά
αντιμετωπίζουν καλύτερα τις αγχωτικές καταστάσεις, όταν αυτές δεν εμφανίζονται
ταυτόχρονα με το πρόβλημα του διαζυγίου, που από μόνο του αποτελεί μια ιδιαίτερα
στρεσογόνα διαδικασία και όταν περικλείονται από αρκετά και ικανοποιητικά δίκτυα
κοινωνικής υποστήριξης. Είναι γεγονός, πως τα κοινωνικά δίκτυα, όπως είναι η
ομάδα των φίλων, μπορούν να βοηθήσουν άμεσα και καθοριστικά ώστε να
προσαρμοστεί το παιδί ομαλότερα στη νέα πραγματικότητα.
Επίσης, ο πολιτισμός κρίνεται εξίσου σημαντικός με τους άλλους παράγοντες στην
προσαρμογή του παιδιού στο διαζύγιο. Οι πολιτισμικοί παράγοντες που επηρεάζουν
την κατάσταση που βιώνει το παιδί, είναι αρχικά η αντίληψη για το διαζύγιο, πώς
παρουσιάζεται δηλαδή κοινωνικά το συγκεκριμένο φαινόμενο. Η πεποίθηση που
επικρατεί για το διαζύγιο, στην κοινωνία που ζει και μεγαλώνει το παιδί, ασκεί
μεγάλη επιρροή στο πώς το ίδιο θα το αντιληφθεί και θα το αποδεχθεί στην
καθημερινότητα του. Προκειμένου το παιδί να μπορέσει να εναρμονιστεί ομαλά στα
νέα οικογενειακά δεδομένα, θα πρέπει το διαζύγιο να αντιμετωπίζεται από τους
κοντινούς του ανθρώπους, δηλαδή τους συγγενείς ή τους δασκάλους, ως κάτι
φυσιολογικό και όχι παθολογικό. Ακόμη, οι γονείς οφείλουν κατά την έκβαση του
διαζυγίου τους, να είναι περισσότερο συμβιβαστικοί παρά εκδικητικοί, καθώς
οποιαδήποτε έντονη και αντιδραστική συμπεριφορά έχει αντίκτυπο στο ίδιο το παιδί
(Gately & Schwebel, 1991).
Τελευταίοι και πιο σημαντικοί προσαρμοστικοί παράγοντες είναι οι οικογενειακοί.
Είναι γνωστό πως η οικογένεια παίζει καθοριστικό ρόλο σε κάθε κομμάτι της ζωής
του παιδιού, πόσο μάλλον σε μια τόσο μεγάλη αλλαγή για την καθημερινότητά τους
όπως είναι το διαζύγιο των γονέων του. Παράγοντες, λοιπόν, στο φάσμα της
οικογένειας, που ευνοούν την προσαρμογή του παιδιού, είναι η κατάλληλη διαχείριση
έντονων καταστάσεων και κρίσεων από τους γονείς που λειτουργούν ως πρότυπα για
το παιδί και ο επαναπροσδιορισμός των ρόλων του κάθε μέλους με βάση τα νέα
δεδομένα της οικογένειας. Επίσης, σημαντική είναι και η ανάληψη του νέου ρόλου
που ενδεχομένως να υπάρξει, σε περίπτωση ανάθεσης της επιμέλειας στον πατέρα ή
την μητέρα και τη συγκρότηση νέου νοικοκυριού. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το
γεγονός, πως σύμφωνα με μελέτες, σε περίπτωση που υπάρξει ένας νέος γάμος είτε
από την πλευρά του πατέρα, είτε της μητέρας, είτε και των δύο, το παιδί
προσαρμόζεται καλύτερα στη νέα οικογένεια που δημιουργεί η μητέρα, παρά σε
εκείνη που δημιουργεί ο πατέρας. Αυτό είναι πιθανό να συμβαίνει, λόγω της ύπαρξης
μιας νέας γυναίκας στο οικογενειακό του περιβάλλον, για την οποία, το παιδί
αισθάνεται, πως θέλει να πάρει τη θέση της μητέρας του. Είναι γνωστό άλλωστε πως
το πρόσωπο στο οποίο υπάρχει, συχνά, η ασφαλής προσκόλληση των παιδιών είναι
αυτό της μητέρας (Λουμάκου & Μπρουσκέλη, 2010).
Γονεϊκός Προγραμματισμός (Parenting Plan)
Στο συγκεκριμένο σημείο, καθώς αναφερόμαστε στους οικογενειακούς
προσαρμοστικούς παράγοντες, δεν γίνεται να παραλείψουμε το Γονεϊκό
Προγραμματισμό Ανατροφής Τέκνου (Parenting Plan), η δημιουργία του οποίου είναι
πολύ πιθανό να λύσει πολλά προβλήματα που ενδεχομένως θα εμποδίσουν το παιδί
να δεχθεί το χωρισμό των γονιών του. Αξιοσημείωτη, είναι η συνεισφορά και
προσπάθεια από το Κέντρο Στήριξης Οικογενειακών Σχέσεων του ΓΟΝ.ΙΣ., το οποίο
προωθεί το Γονεϊκό Προγραμματισμό από το 2014, τόσο με ενημερωτικές ημερίδες
και βιωματικά σεμινάρια, όσο και με τη Συμβουλευτική υποστήριξη γονέων για την
κατάρτιση κοινού Γονεϊκού Προγραμματισμού.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Βρετανικό οργανισμό Cafcass, ο οποίος
προσφέρει υπηρεσίες Συμβουλευτικής και Υποστήριξης σε παιδιά και οικογενειακά
δικαστήρια, ο γονεϊκός προγραμματισμός, είναι ένα γραπτό σχέδιο που δημιουργείται
μεταξύ των γονέων μετά το χωρισμό τους και καλύπτει τα πρακτικά ζητήματα της
γονικής μέριμνας.
Μέσω του Γονεϊκού Προγραμματισμού, ρυθμίζονται ομαλά ορισμένες αποφάσεις
που πρέπει να παρθούν για τη φροντίδα του παιδιού μετά το διαζύγιο, χωρίς να
χρειαστεί οι γονείς να πάνε στο δικαστήριο με εκδικητική και αντιδραστική
συμπεριφορά. Ωστόσο κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικό να επισημανθεί πως θα ήταν
γόνιμο και ωφέλιμο, ακόμη και ζευγάρια που πρόκειται να συμβιώσουν ή να
αποκτήσουν παιδιά, να συντάσσουν Γονεϊκό Προγραμματισμό, έτσι ώστε να γίνεται
επιμερισμός καθηκόντων και ευθυνών από την αρχή.
Ο σχεδιασμός αυτού του Προγραμματισμού, βοηθά αρχικά το παιδί να προσαρμοστεί
με μεγαλύτερη επιτυχία στο χωρισμό των γονέων, αλλά βοηθά και τους ίδιους τους
γονείς να έχουν καλύτερες σχέσεις μεταξύ τους, βάζοντας πάνω απ’ όλα το συμφέρον
του παιδιού. Ορισμένα οφέλη του Γονεϊκού Προγραμματισμού, είναι πως βοηθά όλα
τα μέλη που θα εμπλακούν σε αυτόν να γνωρίζουν τις κινήσεις του καθενός και τι
αναμένεται από αυτούς. Επίσης, λειτουργεί ως αναφορά στην οποία ανατρέχουν οι
γονείς και σύμφωνα με αυτήν ρυθμίζουν ορισμένες πρακτικές για το παιδί, με τις
οποίες οφείλουν να συμβαδίζουν μακροπρόθεσμα έως και την ενηλικίωση του
παιδιού και όχι βραχυπρόθεσμα.
Πιο αναλυτικά, οι πρακτικές αποφάσεις που περιλαμβάνει ο Γονεϊκός
Προγραμματισμός είναι αρκετές αλλά πολύ συγκεκριμένες και σημαντικές. Σε αυτές
συγκαταλέγονται, ο τόπος διαμονής του παιδιού, οι συνθήκες διαβίωσης, η
εκπαίδευση, το σχολείο, η υγειονομική περίθαλψη και ο γιατρός του παιδιού, οι
διανυκτερεύσεις με τον κάθε γονέα, οι εξωσχολικές δραστηριότητες, το όνομα (αν το
διαζύγιο πάρθηκε κατά την κύηση ή αμέσως μετά τη γέννηση του παιδιού), οι ώρες
ύπνου, οι συναναστροφές με συνομηλίκους, η ασφάλεια του (μέσα στο αυτοκίνητο ή
έξω στο δρόμο), το θρήσκευμα ακόμη και ο θηλασμός αν αναφερόμαστε σε βρέφος
των πρώτων μηνών.
Ο Γονεϊκός Προγραμματισμός διαθέτει κάποια βήματα προκειμένου να σχεδιαστεί
σωστά. Αρχικά οι γονείς καταγράφουν ξεχωριστά τις επιθυμίες τους για το παιδί,
μετά καταγράφουν ξανά ξεχωριστά τις δυνατότητες τους, το περιβάλλον και το χρόνο
που μπορούν να διαθέσουν στο παιδί κι ύστερα στο τρίτο βήμα, καταγράφουν τα
κοινά σημεία από τα προηγούμενα δύο βήματα που ακολούθησαν. Στο τέλος,
προσπαθούν να μειώσουν ή να λύσουν τις διαφωνίες τους και να καταλήξουν σε έναν
κοινό Γονεϊκό Προγραμματισμό είτε μόνοι τους είτε με τη βοήθεια κάποιου ειδικού,
προκειμένου να βοηθήσουν με αυτόν τον τρόπο το παιδί να προσαρμοστεί
αποτελεσματικότερα στο καινούριο οικογενειακό περιβάλλον.
Τα κριτήρια δημιουργίας του Γονεϊκού Προγραμματισμού είναι η ηλικία, το είδος
της φροντίδας και της επιμέλειας, η γεωγραφική απόσταση των γονέων και η
συμφωνία ή διαφωνία μεταξύ τους. Ο Γονεϊκός Προγραμματισμός, μάλιστα, αποτελεί
την προετοιμασία για τη διαμεσολάβηση, από την οποία υποχρεούνται να περάσουν
οι γονείς, ή το δικαστήριο στο οποίο θα παρευρεθούν αν δεν πετύχει η διαδικασία της
διαμεσολάβησης (Bigner & Gerhardt, 2020). Έχουν δημιουργηθεί κάποια είδη
προγραμμάτων, όπως το 50/50, όπου ο κάθε γονέας έχει από κοινού κι εξίσου την
επιμέλεια του παιδιού. Επίσης υπάρχει το πρόγραμμα 60/40, όπου κι αυτό θεωρείται
πρόγραμμα κοινής ανατροφής. Ακόμη, αναφέρεται το πρόγραμμα 70/30, όπου το
παιδί πηγαίνει στον άλλο γονέα κάθε Σαββατοκύριακο, το πρόγραμμα 80/20, όπου το
παιδί πηγαίνει στον άλλο γονέα εναλλάξ τα Σαββατοκύριακα και τέλος το πρόγραμμα
90/10 ή αλλιώς το πρόγραμμα μεγάλων αποστάσεων το οποίο υιοθετείται, όπως λέει
και το όνομα του, κυρίως όταν η γεωγραφική απόσταση των γονέων είναι αρκετά
μεγάλη. Το τελευταίο πρόγραμμα συνεπάγεται πως όλη η φροντίδα του παιδιού είναι
σε ένα γονέα.
Έχοντας ήδη καταδείξει κατηγορηματικά τη μεγάλη αναγκαιότητα του Γονεϊκού
Προγραμματισμού και την υπέρογκη βοήθεια που προσφέρει στα παιδιά ώστε να
καταφέρουν να συμβαδίσουν ομαλά με το διαζύγιο των γονέων τους, αξίζει να
σημειώσουμε πως ο σχεδιασμός του οφείλει να είναι λεπτομερειακός, ευέλικτος, σε
σαφή γλώσσα, με προσεγμένη διατύπωση και να περιλαμβάνει αποφάσεις που
μπορούν να σταθούν στο δικαστήριο. Τέλος είναι ιδιαίτερα σημαντικό να
αναφέρονται μέσα σε αυτόν οι αποφάσεις βήμα προς βήμα, το πρόγραμμα αργιών και
διακοπών και σίγουρα δεν πρέπει να παραλειφθεί η συμφωνία για τυχόν
τροποποιήσεις του Προγραμματισμού.
Ψυχοκοινωνικές Παρεμβάσεις-Προγράμματα παρέμβασης
Με επίκεντρο τους γονείς
Ακόμη, ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η συμβολή των ψυχοκοινωνικών
παρεμβάσεων στην προσαρμογή των παιδιών μετά το διαζύγιο των γονέων τους.
Φυσικά, υπάρχουν παρεμβάσεις που έχουν επίκεντρο τα παιδιά, υπάρχουν όμως και
παρεμβάσεις με επίκεντρο τους γονείς που έχουν διττό στόχο. Αφενός, προσπαθούν
να συνδράμουν στην ομαλοποίηση της σχέσης των γονέων με τα παιδιά και αφετέρου
βοηθούν τους ίδιους τους γονείς να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Εξάλλου, δεν
πρέπει να ξεχνάμε, πως αν πρώτα οι ίδιοι οι γονείς δεν αποδεχθούν το γεγονός και δεν
έρθουν σε επαφή με τα δικά τους συναισθήματα, τότε δε θα μπορέσουν ούτε τα ίδια
τα παιδιά τους να εναρμονιστούν με την καινούρια κατάσταση που βιώνουν. Με άλλα
λόγια, ακόμη και τα προγράμματα που έχουν επίκεντρο τους γονείς, ουσιαστικά,
στοχεύουν στο να μειώσουν τις αρνητικές συνέπειες του διαζυγίου στα παιδιά, μέσω
της εκμάθησης ορισμένων στρατηγικών στήριξης από τους γονείς (Λουμάκου &
Μπρουσκέλη, 2010).
Ακριβέστερα, η παραπάνω προσπάθεια επικουρείται κυρίως από Εκπαιδευτικά
Προγράμματα απευθυνόμενα σε γονείς, από τις Κοινωνικές Πολιτικές του κράτους
και την αποστιγματοποίηση της αντίληψης του διαζυγίου (Demo & Supple, 2003).
Αρχικά, τα Εκπαιδευτικά Προγράμματα, γενικά, αποτελούν παρεμβάσεις που
στοχεύουν στην επιμόρφωση των γονέων σχετικά με το ρόλο τους και ειδικά μετά το
χωρισμό τους. Ωστόσο σύμφωνα με έρευνες, στη χώρα μας, τα συγκεκριμένα
Εκπαιδευτικά Προγράμματα επικεντρώνονται κυρίως στη Δία Βίου μάθηση των
γονέων και όχι συγκεκριμένα στο χειρισμό καταστάσεων που προκύπτουν από το
διαζύγιο. Επιπλέον, είναι γνωστό πως οι γονείς δυσκολεύονται να διατηρήσουν τις
σωστές συμπεριφορές γονεϊκότητας μετά το χωρισμό τους, γι’ αυτό και είναι
αναγκαίο να επιμορφώνονται πάνω σε αυτές, προκειμένου να βοηθήσουν με τον
καλύτερο τρόπο την προσαρμογή των ίδιων και κυρίως των παιδιών τους.
Επίσης, το κράτος, οφείλει να διαθέτει μια Κοινωνική Πολιτική που να
αναγνωρίζει τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο γονέας που διαθέτει την
επιμέλεια του παιδιού. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να μειωθούν διάφορα
αρνητικά συναισθήματα που μπορεί να δημιουργηθούν από την πλευρά του γονέα,
όπως το έντονο άγχος, αλλά και να αποφευχθούν μεγάλες αλλαγές στη ζωή του
παιδιού, που μπορεί να διαταράξουν την ευημερία του, όπως μια μετακόμιση σε άλλη
περιοχή λόγω των μειωμένων οικονομικών δυνατοτήτων. Η τρίτη στρατηγική,
δηλαδή η αποστιγματοποίηση του διαζυγίου, σχετίζεται, ουσιαστικά, με την αντίληψη
της κοινωνίας για το διαζύγιο. Η στιγματοποίηση των παιδιών λόγω του διαζυγίου
των γονέων τους, ήταν συχνό φαινόμενο παλαιότερα. Ωστόσο τις τελευταίες
δεκαετίες, κυρίως στην Ευρώπη, το διαζύγιο θεωρείται φυσική εξέλιξη του γάμου, γι’
αυτό και τα παιδιά διαβεβαιώνονται μέσω της Συμβουλευτικής και της συμβολής
ουσιαστικών παρεμβάσεων, πως η σχέση με τους γονείς τους, μπορεί να λειτουργήσει
αποτελεσματικά ακόμη και μετά το διαζύγιο (Demo & Supple, 2003).
Με επίκεντρο τα παιδιά
Περνώντας στα προγράμματα προσαρμογής που έχουν επίκεντρο τα παιδιά
χωρισμένων γονέων, γνωρίζουμε πως είναι ιδιαίτερα διαδομένα στις ΗΠΑ από τη
δεκαετία του 1980. Ειδικότερα, τα προγράμματα με επίκεντρο τα παιδιά, συνδράμουν
στην ανακούφιση των αρνητικών συναισθημάτων και παρέχουν λύσεις σε τυχόν
προβλήματα που προκύπτουν. Πραγματοποιούνται κυρίως στο σχολείο και ο στόχος
τους είναι εκπαιδευτικός και θεραπευτικός. Κάποιες από τις τεχνικές που
χρησιμοποιούνται κατά την υλοποίηση των προγραμμάτων, είναι το παιχνίδι ρόλων,
η αφήγηση ιστοριών, η ζωγραφική, η βιβλιοθεραπεία, οι ασκήσεις επίλυσης
προβληματικών σχέσεων και τέλος το πιο ενδιαφέρον είναι η δημιουργία εφημερίδας
από την ομάδα ή μιας τηλεοπτικής εκπομπής με θέμα το διαζύγιο.
Η αποτελεσματικότητα αυτών των προγραμμάτων αλλά και των προγραμμάτων
που βοηθούν στη διαχείριση στρεσογόνων καταστάσεων από την πλευρά του παιδιού,
όπως το διαζύγιο, έχει αξιολογηθεί και αποδειχθεί σε πολλές περιπτώσεις. Τα οφέλη
των προγραμμάτων αφορούν κυρίως την ορθή ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων
των παιδιών και την καλλιέργεια της αυτο-αποτελεσματικότητάς τους, τα οποία με τη
σειρά τους προσφέρουν τα μέγιστα στην ομαλή προσαρμογή τους μετά το χωρισμό
(Λουμάκου & Μπρουσκέλη, 2010).
Συμβουλευτική Υποστήριξη
Μια ακόμη μέθοδος, η οποία ασχολείται ενεργά με την αντιμετώπιση των
ψυχολογικών αντιδράσεων των παιδιών και την προσαρμογή τους μετά το διαζύγιο,
είναι η Συμβουλευτική. Οι Συμβουλευτικές παρεμβάσεις και τα προγράμματα που τις
υιοθετούν, διαφοροποιούνται ανάλογα με την ηλικία τους παιδιού, το εξελικτικό τους
στάδιο καθώς και το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στη διαδικασία του
διαζυγίου. Τα ζητήματα τα οποία εξετάζουν σχετίζονται με την αποδοχή του
χωρισμού των γονέων τους και την κατανόηση των αιτιών του, διαβεβαιώνοντας τα
πως είναι φυσιολογική η νέα μορφή της οικογένειας τους, τα βοηθούν να αναπτύξουν
στρατηγικές αντιμετώπισης έντονων και αρνητικών συναισθημάτων και
αποσαφηνίζουν θέματα, τα οποία συχνά είναι συγκεχυμένα στο μυαλό του παιδιού
και το αναστατώνουν. Επίσης, η Συμβουλευτική υποστήριξη σε παιδιά στοχεύει στην
εκπαίδευση συγκεκριμένων δεξιοτήτων που θα το διευκολύνουν να αντιμετωπίσει
προβλήματα σχετικά με το διαζύγιο και τη λειτουργία τους μετά από αυτό, όπως είναι
ο έλεγχος θυμού και οι δεξιότητες επικοινωνίας. Τέλος, ιδιαίτερα σημαντική στις
Συμβουλευτικές παρεμβάσεις, κρίνεται και η συναισθηματική υποστήριξη από
συγγενείς και φίλους , καθώς και η ενθάρρυνση των παιδιών να συζητούν με τους
γονείς τους οποιοδήποτε προβληματισμό, φόβο ή ανησυχία έχουν σχετικά με το
διαζύγιο και τις συνέπειες του (Χατζηχρήστου, 2011β, 2012).
Χρειάζεται επίσης να σημειωθεί πως στην Σχολική Ψυχολογία, τα προγράμματα
Συμβουλευτικής παρέμβασης και υποστήριξης για τα παιδιά χωρισμένων γονέων,
σχεδιάζονται και εφαρμόζονται σε επίπεδο πρωτογενούς, δευτερογενούς και
τριτογενούς πρόληψης. Στο επίπεδο της πρωτογενούς πρόληψης, ο σχολικός
ψυχολόγος ενημερώνει και ευαισθητοποιεί όλο το μαθητικό πληθυσμό αλλά και το
προσωπικό του σχολείου. Ουσιαστικά, ενημερώνει και προετοιμάζει τα παιδιά για
την πιθανή εμφάνιση δυσκολιών στην οικογένεια, κάποια χρονική στιγμή, πριν αυτή
συμβεί. Ακόμη, βοηθά στην κατανόηση, από την πλευρά των παιδιών, των
συναισθημάτων και των συμπεριφορών των άλλων μελών της οικογένειας και τα
μαθαίνουν τρόπους αντιμετώπισης αυτών των πιθανών κρίσεων. Τα προγράμματα
πρωτογενούς πρόληψης αναπτύσσουν τις διαπροσωπικές σχέσεις και δημιουργούν
υποστηρικτά δίκτυα συνομηλίκων (Τάνταρος, 2011).
Στο επόμενο επίπεδο, τα προγράμματα δευτερογενούς πρόληψης, σχετίζονται με τη
διεξαγωγή ομαδικής Συμβουλευτικής παρέμβασης και στοχεύουν στη διευκόλυνση
της προσαρμογής των παιδιών στο χωρισμό των γονέων. Τα προγράμματα
τριτογενούς πρόληψης ή αλλιώς προγράμματα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών,
στοχεύουν στην εκπαίδευση και ενημέρωσή τους για τις αντιδράσεις και τα
συναισθήματα των παιδιών και τους παράγοντες που συμβάλλουν στη μακροχρόνια
προσαρμογή τους στη νέα οικογενειακή δομή. Μάλιστα, γίνεται ειδική εκπαίδευση
στους εκπαιδευτικούς, ώστε να μάθουν να διακρίνουν τα σημάδια που δείχνουν πως
το παιδί έχει κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα και πρέπει να παραπεμφθεί σε Ψυχολογική
υπηρεσία (Χατζηχρήστου, 2011β).
Ενδεικτικά αναφέρεται το Παρεμβατικό Πρόγραμμα για Παιδιά Χωρισμένων
Γονέων (CODIP-Children of Divorce Intervention Program), το οποίο είναι ειδικά
σχεδιασμένο για να βοηθήσει τα παιδιά να αντιμετωπίσουν τις συναισθηματικές και
συμπεριφορικές δυσκολίες που ενδέχεται να προκύψουν μετά το διαζύγιο των
γονέων. Στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, έρχονται σε επαφή παιδιά της ίδιας ηλικίας
που βιώνουν παρόμοιες καταστάσεις. Το πρώτο βασικό στοιχείο που διαθέτει το
πρόγραμμα, είναι η κοινωνική υποστήριξη, η οποία περιλαμβάνει το μοίρασμα των
συναισθημάτων, την επεξήγηση παρανοήσεων και τη μείωση της αίσθησης της
απομόνωσης. Το δεύτερο βασικό στοιχείο του προγράμματος είναι η ανάπτυξη
δεξιοτήτων για την επίλυση προβλημάτων, την επικοινωνία, τον αυτοέλεγχο, τη
διαχείριση θυμού και την αναζήτηση υποστήριξης. Αποτελείται από τέσσερις
στόχους, οι οποίοι σχετίζονται με την παροχή υποστηρικτικού περιβάλλοντος, την
ενίσχυση των κοινωνικών δεξιοτήτων, την ενίσχυση των αντιλήψεων του εαυτού και
της οικογένειας και τέλος με την ενθάρρυνση της κατάλληλης έκφρασης των
συναισθημάτων. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονιστεί, πως η αποτελεσματικότητα
του συγκεκριμένου προγράμματος επιβεβαιώνεται από όλους τους εμπλεκόμενους,
δηλαδή και από την οικογένεια και από τους εκπαιδευτικούς και κυρίως από τα ίδια
τα παιδιά (Pedro-Carol, 2002).
Συνοψίζοντας, έχει γίνει αντιληπτό πως το διαζύγιο αποτελεί μια μεταβατική φάση
ατομικής και οικογενειακής εξέλιξης (Τάνταρος, 2011). Οι γονείς παύουν να είναι
σύζυγοι και η οικογένεια αλλάζει μορφή, όμως τα παιδιά εξακολουθούν να έχουν δύο
γονείς και οι γονείς συνεχίζουν να έχουν το γονεϊκό ρόλο (Χατζηχρήστου, 2015).
Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως παρά την ύπαρξη θετικών πλευρών στη λήξη
ενός γάμου με διαζύγιο, αυτό παραμένει ένα γεγονός ζωής, που το παιδί καλείται να
αντιμετωπίσει με επιτυχία, προκειμένου να μην επηρεαστεί αρνητικά η εξελικτική
του πορεία (Λουμάκου & Μπρουσκέλη, 2010). Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη
σημαντικότητα της ύπαρξης αλλά και του μελλοντικού σχεδιασμού νέων ειδικών
συμβουλευτικών παρεμβατικών προγραμμάτων, τα οποία στοχεύουν στην ενημέρωση
και ευαισθητοποίηση όλων όσων εμπλέκονται στη διαπαιδαγώγηση, στήριξη και
προσαρμογή των παιδιών σε μια καινούρια μορφή οικογένειας.
Βιβλιογραφία
Bigner, J., Gerhardt, C. (2020). Σχέσεις γονέα-παιδιού, Εισαγωγή στη
γονικότητα. Αθήνα: Πεδίο.
Coleman, J. (2013). Ψυχολογία της εφηβικής ηλικίας. (Επιμ.), Μπεζεβέγκης,
Η. Αθήνα: Gutenberg.
Λουμάκου, Μ., Μπρουσκέλη, Β. (2010). Παιδί και γεγονότα ζωής, Αρρώστια,
Νοσηλεία, Διαζύγιο, Θάνατος. Αθήνα: Gutenberg.
Τάνταρος, Σ. (2011). Ανθρώπινη ανάπτυξη & οικογένεια. Αθήνα: Πεδίο.
Χατζηχρήστου, Χ. (2011α). Κοινωνική και Συναισθηματική Αγωγή στο
Σχολείο: Πρόγραμμα για την Προαγωγή της Ψυχικής Υγείας & της Μάθησης
στη Σχολική Κοινότητα. Εκπαιδευτικό Υλικό για Εκπαιδευτικούς
Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Αθήνα: Τυπωθήτω.
Χατζηχρήστου, Χ. (2011β). Σχολική Ψυχολογία. Αθήνα: Τυπωθήτω.
Χατζηχρήστου, Χ. (2012). Ο Χωρισμός των γονέων, το διαζύγιο και τα παιδιά.
Η προσαρμογή των παιδιών στη διπυρηνική οικογένεια και στο σχολείο. Αθήνα:
Πεδίο.
Χατζηχρήστου, Χ. (2015). Πρόληψης και Προαγωγή της Ψυχικής Υγείας στο
Σχολείο και στην Οικογένεια. Αθήνα: Gutenberg.
https://www.cafcass.gov.uk/grown-ups/parents-and-carers/divorce-and-
separation/parenting-together/parenting-plan/
Δύο γονείς για την ανατροφή του παιδιού, εκδ. ΓΟΝ.ΙΣ