ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗ ,ΕΛΕΝΑ ΠΕΤΡΑΚΗ, ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΕΚΠΑ
Στα πλαίσια μιας επερχόμενης διακοπής σχέσης των γονέων και της προστασίας των δικαιωμάτων των παιδιών, αποφασίστηκε η ψήφιση νέου νόμου που προβλέπει την από κοινού επιμέλεια των γονέων για την ανατροφή των παιδιών. Ο παρών νόμος (4800/21) αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του βέλτιστου συμφέροντος του τέκνου διά της ενεργού παρουσίας και των δύο γονέων κατά την ανατροφή του και την εκπλήρωση της ευθύνης τους έναντι αυτού. Αντικείμενο του νόμου αυτού αποτελεί η αναμόρφωση των σχέσεων μεταξύ γονέων και τέκνων μετά την διακοπή της συμβίωσης, το διαζύγιο, την ακύρωση του γάμου ή τη λύση του συμφώνου συμβίωσης.
Κοινή επιμέλεια είναι η συναπόφαση των γονέων ή δια του δικαστή αποφάσεις για σημαντικά ζητήματα της ζωής των παιδιών και η διευθέτηση της φροντίδας, κατά την οποία τα παιδιά διαζευγμένων ή σε διάσταση γονέων μοιράζονται τον χρόνο τους μεταξύ 30% και 50% τόσο στο σπίτι της μητέρας όσο και στο σπίτι του πατέρα.
Η ανακοίνωση πραγματοποιείται αφού το διαζύγιο έχει οριστικοποιηθεί. Πριν γίνει η ανακοίνωση του διαζυγίου στο παιδί, οι γονείς θα πρέπει να έχουν ήδη αποφασίσει για το πώς θα διαμορφωθεί στο εξής η ζωή τους (αρμοδιότητές τους στην καθημερινότητά του παιδιού, πότε θα αποχωρήσει ο γονέας,που θα πάει, πότε το παιδί θα μπορεί να τον επισκέπτεται κ.τ.λ.). Για να επιτευχθούν τα παραπάνω ομαλά και χωρίς προβλήματα, προτείνεται οι γονείς να σχεδιάσουν από κοινού έναν γονεϊκό προγραμματισμό.
Ο Γονεϊκός Προγραμματισμός ανατροφής τέκνου (Parenting Plan) αποτελεί ένα σχέδιο, το οποίο καλύπτει τις βασικές ανάγκες των παιδιών και επιμερίζει ξεκάθαρα τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει ο κάθε γονέας. Αυτό το γραπτό κείμενο βοηθά τους γονείς να ξέρουν ακριβώς ποιος θα είναι ο «νέος ρόλος» τους και να είναι έτοιμοι να δώσουν κοινές απαντήσεις σε απορίες του παιδιού, ώστε να το βοηθήσουν να νιώσει ασφάλεια, παρ' όλη την αλλαγή.
Για την υλοποίηση του γονεϊκού προγραμματισμού είναι χρήσιμο να είναι σε θέση οι γονείς να συνεργαστούν, με στόχο την από κοινού ανατροφή των παιδιών τους. Μέσω του Γονεϊκού Προγραμματισμού, ρυθμίζονται ομαλά ορισμένες αποφάσεις που πρέπει να οριστούν για τη φροντίδα του παιδιού μετά το διαζύγιο άμεσα, χωρίς να χρειαστεί οι γονείς να πάνε στο δικαστήριο ή σε χρονοβόρες διαδικασίες με συχνά εκδικητική και αντιδραστική συμπεριφορά. Ο σχεδιασμός αυτού του Προγραμματισμού, αρχικά βοηθά το παιδί να προσαρμοστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο χωρισμό των γονέων, αλλά βοηθά και τους ίδιους τους γονείς να έχουν/να καλλιεργήσουν καλύτερες σχέσεις μεταξύ τους, βάζοντας πάνω απ’ όλα το συμφέρον του παιδιού. Ορισμένα οφέλη του Γονεϊκού Προγραμματισμού είναι ότι βοηθά όλα τα μέλη που θα εμπλακούν σε αυτόν να γνωρίζουν τις κινήσεις του καθενός και τι αναμένεται από αυτούς. Επίσης, λειτουργεί ως αναφορά στην οποία ανατρέχουν οι γονείς, και σύμφωνα με αυτήν ρυθμίζουν ορισμένες καλές πρακτικές για το παιδί, με τις οποίες οφείλουν να συμβαδίζουν μακροπρόθεσμα έως και την ενηλικίωση του παιδιού και όχι μόνο βραχυπρόθεσμα.
Η αρχή του σχεδιασμού ενός κοινού γονεϊκού προγραμματισμού συνεπάγεται οτι οι γονείς έχουν συμφωνήσει σε ένα πρόγραμμα κοινής ανατροφής. Τα προγράμματα αυτά διακρίνονται σε 50/50, όπου οι γονείς μοιράζονται την ανατροφή των παιδιών από κοινού και εξίσου, το 60/40 κατά το οποίο ο ένας από τους δύο γονείς έρχεται σε επαφή με το παιδί κάθε παρατεταμένο Σαββατοκύριακο ενώ θεωρούνται επίσης προγράμματα κοινής ανατροφής. Στο πρόγραμμα 60/40 μπορούμε να εισάγουμε και τρίτο μέρος ή πρόσωπο (π.χ. σχολείο ή συγγενικά πρόσωπα) και ο χρόνος αυτός να αφαιρείται από τους γονείς, έτσι ώστε ο χρόνος του παιδιού να μοιράζεται ισόποσα. Ένα άλλο πρόγραμμα ανατροφής είναι το 70/30, σύμφωνα με το οποίο ο ένας γονέας θα έρχεται σε επαφή με το παιδί κάθε Σαββατοκύριακο. Στο πρόγραμμα 80/20 το παιδί βλέπει τον γονέα εναλλάξ το Σαββατοκύριακο και θεωρείται πρόγραμμα μεγάλης απόστασης, ενώ τέλος, στο πρόγραμμα 90/10 τη φροντίδα του παιδιού επωμίζεται ο ένας γονέας και θεωρείται κι αυτό πρόγραμμα μεγάλης απόστασης. Αξίζει να σημειωθεί ότι για να χτιστεί στενή γονεϊκή σχέση με το παιδί απαιτείται ως ελάχιστος χρόνος το 35% ή αλλιώς το ⅓ του χρόνου του παιδιού.
Ένα σημαντικό κριτήριο για την επιλογή των παραπάνω προγραμμάτων αποτελεί η ηλικία και το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού. Στη βρεφική και νηπιακή ηλικία (0-2 ετών), τα παιδιά χρειάζονται ένα καθορισμένο πρόγραμμα φροντίδας και ρουτίνας, καθώς έχουν ανάγκη την φροντίδα και τη συναισθηματική επαφή και από τους δύο γονείς. Η καθημερινότητα δεν είναι απαραίτητο να είναι πανομοιότυπη σε κάθε σπίτι, αλλά όσο πιο καθορισμένο είναι το πρόγραμμα τόσο πιο εύκολη θα είναι η προσαρμογή του παιδιού στις νέες συνθήκες. Στην προσχολική (3-5 ετών) και σχολική ηλικία (6-8 ετών) , τα παιδιά αρχίζουν να αναπτύσσουν μια ξεχωριστή σχέση με τον κάθε γονέα και έχουν την ικανότητα να αντιμετωπίσουν περισσότερες αλλαγές στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, ωστόσο εξακολουθούν να χρειάζονται ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα. Βέβαια, μπορούν να περνούν μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα με καθέναν από τους γονείς τους, κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά θετικό, διότι σημαίνει λιγότερες μετακινήσεις τόσο για τους γονείς όσο και για τα παιδιά. Στην προεφηβική (9-12 ετών) και εφηβική ηλικία (13-19 ετών), τα παιδιά γίνονται περισσότερο ανεξάρτητα και επικεντρώνονται στους φίλους τους αφιερώνοντας αρκετό χρόνο μαζί τους, έχοντας ταυτόχρονα ακόμα ανάγκη την συναισθηματική υποστήριξη και ασφάλεια των γονέων τους. Οι έφηβοι απαιτούν την ενσωμάτωση τριών προγραμμάτων: της μητέρας, του πατέρα αλλά και του δικού τους προγράμματος. Αυτό συμβαίνει, γιατί οι έφηβοι μεγαλώνουν και αποκτούν πολυάσχολη ζωή, επομένως οι γονείς δεν θα πρέπει να εκπλήσσονται στην περίπτωση που ένα περίπλοκο πρόγραμμα πιθανότατα να τους δημιουργεί προβλήματα. Ένα δεύτερο κριτήριο για την επιλογή προγράμματος ανατροφής είναι οι τυχόν ξεχωριστές ανάγκες των παιδιών. Γενικότερα, όπως θεωρούμε ότι κάθε παιδί είναι μοναδικό, έτσι και οι ανάγκες του πρέπει να θεωρούνται ξεχωριστές, να εξετάζονται και να προσαρμόζονται με βάση την κάθε περίπτωση και την ιδιοσυγκρασία του παιδιού. Ωστόσο, δε μπορούμε να παραλείψουμε τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, τα οποία δυσκολεύονται στη προσαρμογή και στην οποιαδήποτε μετάβαση. Οι αλλαγές που προκύπτουν εξαιτίας του διαζυγίου δεν είναι λιγότερο προκλητικές για εκείνα, ακόμη κι αν οι γονείς τους πιστεύουν ότι όλα με τον καιρό θα βελτιωθούν. Η καθημερινότητα και οι ευθύνες του κάθε γονέα-φροντιστή, θα πρέπει να αλλάζουν όσο το δυνατόν πιο σταδιακά. Επιπλέον, οι σχέσεις των παιδιών με τα αδέρφια και τα συγγενικά πρόσωπα διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο. Πιο συγκεκριμένα, αδέρφια που διατηρούν καλή σχέση μεταξύ τους μπορούν να βοηθήσουν, ώστε να διευκολυνθούν οι μετακινήσεις του ενός ή του άλλου. Μπορεί να είναι ευκολότερο για ένα μικρότερο παιδί να μεταφέρεται μεταξύ των δύο σπιτιών ή να αποχωρίζεται τον έναν από τους δύο γονείς του για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, εφόσον υπάρχουν άλλα αδέρφια που μετά κινούνται μαζί του. Ωστόσο και κοντινά συγγενικά πρόσωπα μπορούν να διευκολύνουν την μεταφορά του παιδιού μεταξύ των δύο σπιτιών σε περιπτώσεις που οι σχέσεις των δύο γονέων είναι έντονες, ή σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει ο απαιτούμενος χρόνος από τους γονείς.
Απαραίτητο είναι επίσης να λαμβάνεται υπόψη η σχέση του παιδιού με τον κάθε γονέα και η επικοινωνία που θα διατηρήσει για την επιλογή ενός προγράμματος ανατροφής. Τα παιδιά είναι σημαντικό να έχουν ελεύθερη τηλεφωνική επικοινωνία με τον κάθε γονέα, χωρίς να επεμβαίνει ο ένας γονέας στον χρόνο του άλλου. Η επικοινωνία πρέπει να είναι απρόσκοπτη και τα έξοδα της να καλύπτονται από κοινού και από τους δύο γονείς, έτσι ώστε το παιδί να είναι σε θέση να διατηρήσει την σχέση που έχει και με τους δύο. Αξίζει ακόμα να σημειωθεί ότι είναι συνετό οι γονείς να μην εκφράζονται αρνητικά ή να κατηγορούν τον άλλον γονέα μπροστά στο παιδί, αλλά να είναι ενθαρρυντικοί και υποστηρικτικοί, έτσι ώστε το παιδί να χτίσει μια στενή σχέση και με τους δύο γονείς. Επιπροσθέτως, η ικανότητα των γονέων αποτελεί πρωταρχικής σημασίας κριτήριο για την ανατροφή του παιδιού. Οι γονείς οφείλουν απο κοινού να παρέχουν στα παιδιά ασφάλεια, τάξη και σταθερότητα και να φροντίζουν για τη θέσπιση των ορίων τους. Πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα παιδιά τους και να περνούν ποιοτικό χρόνο μαζί τους, αλλά και να παρακολουθούν τις φιλίες τους. Θα πρέπει να αντιλαμβάνονται και να παίρνουν αποφάσεις σχετικά με πιθανές ιατρικές ή άλλες ανησυχίες που αφορούν την συμπεριφορά και την ψυχική, συναισθηματική και σωματική ευεξία των παιδιών.
Ένας άλλος παράγοντας είναι το πολιτιστικό, μορφωτικό και θρησκευτικό υπόβαθρο των παιδιών. Αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις που οι γονείς μπορεί να προέρχονται από διαφορετικό πολιτισμικό ή θρησκευτικό περιβάλλον και το παιδί χρειάζεται να μετέχει σε ήθη, έθιμα, παραδόσεις και εορτασμούς που λαμβάνουν χώρα και στις δύο κουλτούρες. Οι γονείς θα πρέπει να δείχνουν κατανόηση και στήριξη στη διαφορετικότητα του άλλου γονέα και να ενθαρρύνουν το παιδί να συμμετέχει ενεργά και να υιοθετεί στοιχεία από όσες κουλτούρες ή θρησκείες μπορεί να προέρχονται. Ωστόσο, οι γονείς δεν θα πρέπει να παραμερίζουν τις επιθυμίες των παιδιών σχετικά με το πρόγραμμα τους. Βέβαια, αυτό είναι εφικτό κυρίως σε παιδιά εφηβικής ηλικίας και όχι σε παιδιά νηπιακής και προσχολικής ηλικίας, καθώς οι έφηβοι παρουσιάζουν μεγαλύτερη ωριμότητα και επιθυμία να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους.
Όσον αφορά τα προγράμματα ανατροφής μεγάλων αποστάσεων, ένα κρίσιμο σημείο, το οποίο πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν είναι ότι συχνά οι εν διαστάσει ή οι διαζευχθέντες σύζυγοι δεν κατοικούν στην ίδια πόλη αλλά σε διαφορετικές πόλεις ή και χώρες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι δύσκολο να υλοποιηθεί η κοινή επιμέλεια τουλάχιστον με τη συνηθέστερη μορφή της, δηλαδή αυτήν της εναλλασσόμενης κατοικίας, διότι το ανήλικο τέκνο θα είναι δύσκολο στα ελληνικά δεδομένα να αλλάζει σχολείο κάθε χρόνο που θα πρέπει ή θα επιθυμεί να διαμείνει για ορισμένο χρονικό διάστημα στην κατοικία του άλλου γονέα. Επίσης, πιθανά δεν θα είναι εφικτό να συμμετέχει απρόσκοπτα στις εξωσχολικές δραστηριότητές του (ξένες γλώσσες, ωδείο, γυμναστήριο, προετοιμασία για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο κλπ.), διότι αυτές δε γίνεται να εναλλάσσονται αναλόγως με την πόλη ή με την συνοικία της κατοικίας των γονέων. Τέλος, δεν είναι λειτουργικό ως προς το συμφέρον του τέκνου να υποχρεώνεται σε χρονοβόρες μετακινήσεις από την μία κατοικία στην άλλη.
Όλα τα προαναφερθέντα κριτήρια είναι συνετό να λαμβάνονται υπόψη, έτσι ώστε να εξυπηρετούνται και να ικανοποιούνται όσον το δυνατόν καλύτερα οι ανάγκες των παιδιών, καθώς αυτές μεταβάλλονται συνεχώς, ειδικότερα όταν μεγαλώνουν.
Στη βρεφική και νηπιακή ηλικία, τα παιδιά χρειάζεται να κάνουν τακτικές και σύντομες εναλλαγές μεταξύ των γονέων (2-3 ημερών). Ο στόχος, δηλαδή, για τα βρέφη είναι να περνούν μικρό χρονικό διάστημα μακριά από καθε γονέα. Στο ηλικιακό αυτό στάδιο, οι γονείς χτίζουν μια σχέση ιστορίας, αφοσίωσης και εμπιστοσύνης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ωφελούνται από τη διατήρηση μιας σχέσης ασφαλούς δεσμού και με τους δύο. Συγκεκριμένα, και οι δύο γονείς θα έχουν ρόλο στην καθημερινότητα των παιδιών, παρέχοντας τους το αίσθημα της ασφάλειας που πηγάζει από τη σταθερή και ευαίσθητη σχέση ανταπόκρισης, φροντίδας και υποστήριξης. Αν ένα βρέφος μπορεί να αναπτύξει μια ασφαλή σχέση με καθέναν από τους γονείς του, οι γονείς μπορούν να προχωρήσουν γρηγορότερα στην επιλογή ενός ολοκληρωμένου προγράμματος ανατροφής.
Τα παιδιά βρεφικής και νηπιακής ηλικίας έχουν αυξημένες ανάγκες, όπως η ενθάρρυνση σε ό,τι αφορά τις ταχείες σωματικές αλλαγές και τις αλλαγές στην γνωστική ανάπτυξη, η παροχή επαρκούς σωματικής φροντίδας, υγείας και ασφάλειας, το πρόγραμμα ύπνου και φαγητού που ακολουθούν, πρακτικά ζητήματα που συμπεριλαμβάνουν την ανάγκη επιπλέον δωματίου, καθίσματος αυτοκινήτου και επιπρόσθετων αντικειμένων βρεφικού εξοπλισμού, αλλά και η καθημερινή φροντίδα του βρέφους κατά την διάρκεια των ωρών που ο γονέας με τον οποίο το βρέφος διαμένει καθε φορά εργάζεται, τις οποίες οι γονείς πρέπει να έχουν υπόψιν τους, καθώς επιλέγουν ένα πρόγραμμα ανατροφής. Ιδιαίτερα, οι γονείς πρέπει να προσαρμόζουν και να υπάρχει ελαστικότητα στο πρόγραμμα εργασίας τους, έτσι ώστε να μπορούν να βρίσκουν ελεύθερο χρόνο μέσα στην εβδομάδα για να αναπτύξουν μια σχέση φροντίδας, ασφαλείας, εμπιστοσύνης και αγάπης με το παιδί τους. Καλό και δημιουργικό θα ήταν όσο ο ένας από τους δύο γονείς βρίσκεται στο χώρο εργασίας του, ο άλλος να περνά δημιουργικό χρόνο με το παιδί του στο χώρο του σπιτιού. Ωστόσο, αυτό πρέπει να συνεπάγεται και ότι οι γονείς έχουν μια σχέση πολύ καλής συνεργασίας και συνεννόησης, έτσι ώστε η επαφή αυτή να γίνεται απρόσκοπτα και χωρίς τσακωμούς, οι οποίοι μπορεί να προκαλούν σύγχυση και δυσφορία στο βρέφος. Τα βρέφη που έχουν μια σχετικά αποκλειστική σχέση μόνο με τον έναν γονέα, τείνουν να εκδηλώνουν περισσότερο έντονο φόβο προς τους ξένους και άγχος αποχωρισμού. Συνεπώς, η κοινή επιμέλεια με ίσο χρόνο και εναλλασσόμενη κατοικία (εναλλαγές ανα 2-3 ημέρες με διανυκτέρευση) με τον κάθε γονέα στα βρέφη και στα νήπια συνίσταται ανεπιφύλακτα καθώς εξασφαλίζεται η συναισθηματική σταθερότητα που απορρέει από την γονεϊκή σχέση, και έχει σημαντικά οφέλη στην ψυχική υγεία και ομαλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών.
Τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας συνήθως αναπτύσσουν σχέσεις πολλαπλές με τα διάφορα πρόσωπα με τα οποία έχουν καθημερινή επαφή όπως είναι οι γονείς τους, τα σταθερά πρόσωπα που αναλαμβάνουν τη φύλαξή τους τις ώρες που και οι δύο γονείς εργάζονται , τα μεγαλύτερα αδέρφια καθώς κι άλλα μέλη της ευρύτερης οικογένειας. Κατά τη διάρκεια περιόδων έντασης ένα παιδί προσχολικής ηλικίας δεν είναι σε θέση να εκφράσει ξεκάθαρα την προτίμησή του σε ένα ή δύο από τα πρόσωπα με τα οποία έχει αναπτύξει σχέση προσκόλλησης. Ωστόσο, ο αριθμός των διαφορετικών προσώπων αποδεικνύει αλλά και ενθαρρύνει την αναπτυσσόμενη ανεξαρτησία του. Τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας αναπτύσσουν μια στοιχειώδη αίσθηση του χρόνου, γεγονός το οποίο μπορεί να βοηθήσει, ώστε ο προσωρινός αποχωρισμός τους από τον ένα ή τον άλλο γονέα να είναι μικρότερη πηγή άγχους και αγωνίας. Ωστόσο, τα τρίχρονα παιδιά δεν γνωρίζουν πως να μετρούν το χρόνο που μένουν μακριά από τον ένα ή τον άλλο γονέα από την πρότερη εμπειρία τους, άρα τα συνεπή και σταθερά προγράμματα και οι συνήθειες παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο. Ακόμη και τα πεντάχρονα παιδιά που μαθαίνουν πως να μετρούν το χρόνο, αδυνατούν να συνδέσουν την αόριστη έννοια του με τις προσωπικές τους εμπειρίες. Η μεταφορά από το ένα σπίτι στο άλλο μπορεί να δυσκολέψει τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας και οι γονείς να αντιμετωπίσουν πρόβλημα αν δεν υπάρχει θετική αντιμετώπιση και σχετικά σύντομη και ομαλή χωρίς εντάσεις και προστριβές μετακίνηση. Επιπλέον, τα λιγότερα ολοκληρωμένα προγράμματα είναι πιθανό να λειτουργήσουν καλύτερα με ένα παιδί που μόλις έχει γίνει τριών ετών, ενώ ένα παιδί πέντε ετών είναι προετοιμασμένο να αντιμετωπίσει περισσότερο ολοκληρωμένα προγράμματα.
Από την άλλη τα παιδιά της σχολικής ηλικίας και συγκεκριμένα των πρώτων τάξεων του δημοτικού (6-9 ετών) μπορούν να διαχειριστούν πολύ καλύτερα τα συναισθήματά τους από τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας και συνεπώς, εξαρτώνται πολύ λιγότερο από τα πρόσωπα με τα οποία έχουν αναπτύξει σχέση δεσμού. Μπορούν να διαχειριστούν εύκολα τον αποχωρισμό τους από τον ένα από τους δύο γονείς τους, ο οποίος μπορεί να διαρκέσει από μερικές μέρες μέχρι και μία ολόκληρη εβδομάδα, στην περίπτωση που αισθάνονται άνετα στο περιβάλλον του άλλου σπιτιού ενώ επίσης κατανοούν περισσότερο και την έννοια του χρόνου καθιστώντας τον αποχωρισμό από τον γονέα ευκολότερο. Ωστόσο, οι γονείς πρέπει να αναγνωρίζουν πως ο χρόνος περνά πολύ πιο αργά στην ηλικία αυτή και η μία εβδομάδα μακριά από τον ένα γονέα μπορεί να είναι ένα μεγάλο χρονικό διάστημα για ένα εξάχρονο, ακόμα και για ένα οκτάχρονο παιδί. Η τηλεφωνική επαφή μπορεί να βοηθήσει ώστε να γεφυρωθεί η χρονική αυτή απόσταση, αν και τα παιδιά των πρώτων τάξεων του δημοτικού δεν έχουν πολύ καλή σχέση με τις συζητήσεις μέσω τηλεφώνου. Οι γονείς επίσης θα πρέπει να συντονίζονται και να επικοινωνούν ο ένας με τον άλλο σχετικά με το πρόγραμμα των παιδιών και τις δραστηριότητες τους και να συνεργάζονται ώστε η μεταφορά των παιδιών κατά την διάρκεια της εβδομάδας να μπορέσει να λειτουργήσει σωστά.
Τα παιδιά των μεγαλύτερων τάξεων του δημοτικού καθώς και του γυμνασίου είναι σε θέση να διαχειριστούν ένα εβδομαδιαίο πρόγραμμα με κάθε γονέα ξεχωριστά , με τα δικά τους προγράμματα όμως να επιβαρύνονται περισσότερο, κάτι το οποίο αυξάνει τις απαιτήσεις τόσο για τα παιδιά όσο και για τους ίδιους τους γονείς. Επιπλέον, τα παιδιά δέκα έως δώδεκα ετών είναι πιθανό να γνωρίζουν πως να χειριστούν κάποιες σύγχρονες μεθόδους επικοινωνίας όπως το τηλέφωνο, γεγονός που διευκολύνει την επικοινωνία με τους γονείς καθιστώντας την πιο κοντινή και συχνή χωρίς όμως βέβαια να αντικαθιστά την ανάγκη για πραγματική επαφή.
Τα παιδιά κατά την εφηβική ηλικία έχουν αναπτύξει πνευματικές δυνατότητες ''ενηλίκων'' σε ό,τι σχετίζεται με την ικανότητα τους να κάνουν λογικές σκέψεις, να κατανοούν και να μαθαίνουν. Από την άλλη, δεν έχουν την εμπειρία να χρησιμοποιούν την ικανότητα να σκέφτονται λογικά, αλλά συχνά οι αποφάσεις τους επηρεάζονται τόσο από τα έντονα συναισθήματα τους, όσο και από τις επιρροές που δέχονται από τους συνομηλίκους τους, με αποτέλεσμα να μην σκέφτονται καθαρά. Γι’ αυτό το λόγο, το κράτος έχει οδηγηθεί στο να δίνει αυξανόμενα δικαιώματα στους εφήβους (δίπλωμα οδήγησης, δικαίωμα ψήφου). Σημαντικό, λοιπόν, είναι οι γονείς να είναι σε θέση να ανακαλούν όλα όσα επιτρέπουν στους εφήβους κατά καιρούς, σε περίπτωση που υπερβούν τα όρια τόσο των ιδίων όσο και των γονιών τους. Οι έφηβοι επιζητούν περισσότερο την προσωπική τους ανεξαρτησία παρά την οικογενειακή ζωή. Εξαιτίας της εγωκεντρικής τους σκέψης και του δικού τους επιβαρυμένου προσωπικού προγράμματος μερικοί έφηβοι επιθυμούν να έχουν ένα σπίτι ως κύρια κατοικία. Παράλληλα παρατηρείται ότι όσοι έχουν ζήσει κυρίως με τον έναν γονέα να προτιμούν μια αλλαγή στην κυρία κατοικία τους, ιδιαίτερα αν αυτό σημαίνει πως θα μετακομίσουν στο σπίτι του γονέα του ίδιου φύλου. Οι έφηβοι είναι φυσικό να αποζητούν περισσότερη ελευθερία, επιπλέον όμως αποζητούν και χρειάζονται να έχουν σχέση με τους γονείς τους, ακόμα κι αν δεν είναι πρόθυμοι να αποδεχτούν κάτι τέτοιο. Οι γονείς θα πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις απαιτήσεις των παιδιών τους, γιατί πρακτικά είναι αδύνατο να αποδεχτεί ένας έφηβος ένα πρόγραμμα το οποίο απεχθάνεται. Από την άλλη όμως, οι κηδεμόνες είναι εκείνοι που πρέπει να πάρουν την τελική απόφαση σχετικά με την αλλαγή του προγράμματος, ακόμα κι αν η απόφαση τους αυτή σημαίνει αποδοχή της απαίτησης του έφηβου. Με αυτό τον τρόπο έχουν την ευθύνη της πράξης τους αλλά είναι κι αυτοί που έχουν την εξουσία και τον έλεγχο στα χέρια τους. Όσον αφορά την κοινή φυσική επιμέλεια με εναλλασσόμενη κατοικία σε παιδιά της σχολικής και εφηβικής ηλικίας , αυτά παρουσιάζουν υψηλότερους δείκτες σωματικής και ψυχικής υγείας , χαμηλότερα επίπεδα άγχους και μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η κοινή επιμέλεια/συνεπιμέλεια/ανατροφή με ίσο χρόνο και εναλλασσόμενη κατοικία είναι ευεργετική για τα παιδιά σε όλες τις ηλικίες από τα βρέφη και τα μικρά παιδιά μέχρι τους εφήβους και αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την υγιή και ομαλή ψυχολογική τους ανάπτυξη και υγεία . Είναι απαραίτητο, επίσης, οι γονείς να ακούν προσεκτικά τη γνώμη των παιδιών τους, ανεξάρτητα από την ηλικία τους, αλλά όσο καλά και να στηρίζουν τη γνώμη τους αυτή ή όσο έντονα και να την εκφράζουν, θα πρέπει να θυμούνται πως η λήψη αποφάσεων σχετικά με το πρόγραμμα που θα ακολουθήσουν είναι ευθύνη δική τους και όχι των παιδιών. Δε θα πρέπει σε καμία περίπτωση να ξεχνάνε ότι οι επιλογές που κάνουν για τα παιδιά τους στο πλαίσιο του διαζυγίου πρέπει να είναι ίδιες με αυτές που θα έκαναν αν συνέχιζαν να ζουν ως παντρεμένοι. Το παιδί θα αλλάξει όπως και οι ίδιοι και αυτό που μοιάζει απίθανο σήμερα μπορεί να είναι εύκολο την επόμενη εβδομάδα, τον επόμενο μήνα ή λίγα χρόνια μετά. Ελάχιστοι από τους δικαστές , τους δικηγόρους, τους διαμεσολαβητές και σίγουρα ούτε οι καλύτεροι γονείς μπορούν να αποφασίσουν σε μια δύσκολη στιγμή ποιο είναι το καλύτερο για την υπόλοιπη ζωή των παιδιών και αυτός είναι και ο λόγος που μια σχετική ελαστικότητα είναι σημαντική σε οποιοδήποτε διαζύγιο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Attachment goes to court: child protection and custody issues. (2021). Attachment & Human Development. https://www.tandfonline.com/doi/full/10.1080/14616734.2020.1840762
Emery, R.E. (2007). ΟΛΗ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ. ΕκδόσειςΠατάκη
Ηανατροφήτωνπαιδιών (2018, November 20) , retrieved from Psychomotor Athens website : https://psychomotor-athens.gr/arthra/psychopaidagogiki-paremvasi/i-anatrofi-twn-paidiwn/
ΝΟΜΟΣΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4800. (n.d.). Retrieved November 2, 2021, from https://www.dskil.gr/images/pdf/4800_2021.pdf
Pruett, K., Pruett, Kline, M. (2013). Δύο γονείς για την ανατροφή του παιδιού. ΕκδόσειςΓΟΝ.ΙΣ
Steinbach, A., & Augustijn, L. (2021). Post‐Separation Parenting Time Schedules in Joint Physical Custody Arrangements. Journal of Marriage and Family, 83(2), 595–607. https://doi.org/10.1111/jomf.12746
ΣυγγραφικήομάδαΚΕΚτουΕΚΠΑ. (2012). ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΧΩΡΙΣΜΟΥ – ΔΙΑΖΥΓΙΟΥ ΓΟΝΕΩΝ, 998 Η ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΕΤΑ ΤΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ. Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Συνεπιμέλεια : Εναλλασσόμενη κατοικία με διανυκτέρευση και συναισθηματική σταθερότητα στα βρέφη, τα νήπια, τα παιδιά και τους εφήβους (2021) , retrieved from website : https://www.lawspot.gr/nomika-nea/synepimeleia-enallassomeni-katoikia-me-dianyktereysi-kai-synaisthimatiki-statherotita-sta
Υπουργείο Δικαιοσύνης. https://www.ministryofjustice.gr/
Wallerstein, J.S., Blakeslee S. (2005). Παιδιά και διαζύγιο. Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΕΚΠΑ
ΕΛΕΝΑ ΠΕΤΡΑΚΗ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΕΚΠΑ
ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΕΚΠΑ