6972755552, 6986933787 info@gonis.org.gr
 
ΓΟΝ.ΙΣ.

ΕΙΜΑΣΤΕ
ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΓΟΝΕΙΣ

Η αθέατη πλευρά της ισότητας των δύο φύλων

Εμπειρική έρευνα Ε. Παπάνης, Επικ. Καθ. Κοινωνιολογίας Παν.Αιγαίου και συν.

 

Η αθέατη πλευρά της ισότητας των δύο φύλων :

Εμπειρική έρευνα σχετικά με τις στάσεις και τη νομική διάσταση  για το θεσμό της συγκηδεμονίας-συνεπιμέλειας στην Ελλάδα


Ευστράτιος Παπάνης, Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου

Μυρσίνη Ρουμελιώτου, Δρ., Υπεύθυνη Συμβουλευτικού Σταθμού Νέων Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Λέσβου

Αγγελική Σαντή, Msc, Δικηγόρος

Ελένη Κιτρίνου, Δρ., Στατιστικός/ερευνήτρια


Περίληψη

Αν και η νομοθεσία περί διαζυγίων στην Ελλάδα προκρίνει την εσωτερική διευθέτηση των ζητημάτων που ανακύπτουν μεταξύ των εμπλεκομένων μερών, θεωρώντας ότι οι γονείς διαθέτουν την ωριμότητα να συνδιαλλαγούν για το καλό των παιδιών τους, επικρατεί η πάγια δικαστική τακτική, εφόσον υπάρχει αντιδικία, να δίνεται η επιμέλεια σε συντριπτικό ποσοστό στη μητέρα και να ορίζεται απλή επικοινωνία με τον πατέρα. Δεδομένης της ωρίμανσης των συνθηκών για την εφαρμογή της συνεπιμέλειας στα πλαίσια της διαφυλικής ισότητας και της ποιότητας ζωής των τέκνων, διεξήχθη ποσοτική έρευνα σχετικά με τις απόψεις νομικών και μη σχετικά με το διαζύγιο και το ρόλο του πατέρα.

Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να παρουσιάσει το αναχρονιστικό και ελλιπές νομικό πλαίσιο στην Ελλάδα, να το συγκρίνει με ανάλογες ευρωπαϊκές πρακτικές και να αναδείξει περιπτώσεις δικαστικών αποφάσεων, που υποβιβάζουν το ρόλο του πατέρα. Χορηγήθηκε ημιδομημένο ερωτηματολόγιο σε 1349 άτομα κατά το χρονικό διάστημα Δεκέμβριος 2014-Ιανουάριος 2015. 103 άτομα του δείγματος ήταν επαγγελματίες νομικοί.

Οι απαντήσεις αναλύθηκαν στατιστικά και διερευνήθηκαν τυχόν διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις απόψεις νομικών και μη νομικών.


Εισαγωγή

Ενώ έχουν δημοσιευτεί εκατοντάδες έρευνες σχετικά με την επίδραση του διαζυγίου στα παιδιά και τις μητέρες, πολύ λίγο έχει μελετηθεί η ποιότητα ζωής και οι ψυχολογικές συνέπειες του χωρισμού στον πατέρα, που εγκαταλείπει το σπίτι. Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις για τον έγγαμο βίο σε μία κοινωνία όπως η ελληνική προσδιορίζονται με νόρμες και κουλτούρες, που έχουν παράδοση εκατοντάδων ετών, παρά τις αλλαγές κυρίως κατά την τελευταία δεκαετία. Αντίθετα, η πορεία ζωής του πατέρα μετά το διαζύγιο και η αλληλεπίδρασή του με την πρώην σύζυγο και κυρίως στα παιδιά δεν έχουν μελετηθεί σχεδόν ποτέ. Στο εξωτερικό οι περισσότερες έρευνες (Shapiro & Lambert, 1999) που είναι σχετικές με το θέμα χρησιμοποιούν ως μεθοδολογικό εργαλείο το ερωτηματολόγιο και τις συνεντεύξεις, που χορηγούνται στα παιδιά ή στις πρώην συζύγους, ενώ ελάχιστες είναι εκείνες που καταγράφουν τις απόψεις των πατέρων.

Τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό η επικοινωνία του πατέρα με τα παιδιά είναι στην καλύτερη περίπτωση δυσοίωνη: Ένα τεράστιο ποσοστό σταματά οποιαδήποτε επαφή με τα παιδιά, παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να πληρώνει για αυτά, αρνούμενο να αποδεχτεί τους νομικούς όρους που διέπουν το διαζύγιο. Ακόμα και πατέρες οι οποίοι αρχικά δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον, σταδιακά περιπίπτουν σε μία κατάσταση, που οι αμύητοι θα χαρακτήριζαν αδιαφορία.

Κυρίαρχη είναι η υπόθεση ότι οι εμπειρίες πριν από το διαζύγιο και κυρίως η μεθόδευση του επηρεάζει τις μετέπειτα στάσεις των πατέρων για τα παιδιά τους. Το ελάχιστο ποσοστό των πατέρων που αποκτά την κηδεμονία των παιδιών συνήθως διατηρεί όλα τα αναμενόμενα πατρικά πρότυπα σύμφωνα με τις προσδοκίες της κοινωνίας. (Shapiro & Lambert, 1999) Ένα άλλο τεράστιο σώμα ερευνών (Shapiro & Lambert, 1999) έχει καταδείξει τη σχέση έγγαμου βίου και ποιότητας ζωής, τόσο στον ψυχολογικό όσο και στον βιολογικό τομέα.

Οι μελέτες δείχνουν ότι ο γάμος δρα αντισταθμιστικά τις περισσότερες φορές σε αγχογόνους παράγοντες, ίσως επειδή δίνει κίνητρα και ερμηνείες που δικαιολογούν την έντονη επαγγελματική ζωή.

Οι χωρισμένοι πατέρες αντίθετα αναφέρουν συναισθήματα ενοχής, άγχους, κατάθλιψης, πένθους, κενού εξαιτίας της απώλειας επαφής με τα παιδιά τους. Το κυρίαρχο συναίσθημα είναι η απώλεια ελέγχου στην ανατροφή των παιδιών, η οποία επιτείνεται εάν η πρώην σύζυγος βρει άλλον σύντροφο. Αυτή η απώλεια ελέγχου είναι που αναγκάζει τους πατέρες να αποσυρθούν από την ανατροφή των παιδιών τους δεδομένου ότι ο ρόλος τους καθίσταται καθαρά οικονομικός. Πολλοί χωρισμένοι πατέρες που συμμετείχαν στην καθημερινή φροντίδα των παιδιών ένιωσαν ανακουφισμένοι από το ρόλο αυτό. (Shapiro & Lambert, 1999) Η συντριπτική πλειοψηφία των ερευνών (Shapiro & Lambert, 1999) που έχουν γίνει στο εξωτερικό τονίζουν πως το κυρίαρχο συναίσθημα είναι η υποτίμηση του πατρικού ρόλου από την πρώην σύζυγο, η οποία φροντίζει να το εκμεταλλεύεται για να εξάρει το δικό της ρόλο στην ανατροφή των παιδιών.

Σύμφωνα με έρευνες η απουσία του πατέρα λόγω διαζυγίου συνδέεται με χαμηλότερη σχολική επίδοση τόσο για τα αγόρια όσο και για τα κορίτσια, αυξημένα ποσοστά ανεργίας (για τα αγόρια) και πρώιμη εγκυμοσύνη για τα κορίτσια (McLanahan, 1999). Αντίστροφα, σε μία μετα-ανάλυση 63 ερευνών που έχουν διεξαχθεί για το ρόλο του πατέρα στην ευημερία των παιδιών μετά το διαζύγιο, βρέθηκε ότι η αίσθηση εγγύτητας με τον πατέρα και η ύπαρξη μιας επίσημης ρύθμισης κηδεμονίας του παιδιού μετά το χωρισμό σχετίζεται θετικά με την ευημερία του (Amato και Gilbreth, 1999). Συγκεκριμένα, πέρα από την οικονομική στήριξη, η επίσημη κηδεμονία από τον πατέρα αποτελεί τον πιο ισχυρό προβλεπτικό παράγοντα για την καλή σχολική επίδοση, καθώς και τη συμπεριφορά του παιδιού και τη συναισθηματική του ωριμότητα.

Επίσης, σύμφωνα με άλλες έρευνες, η συχνή επαφή του παιδιού και με τους δύο γονείς μπορεί να μετριάσει τις συνέπειες της απουσίας του πατέρα από το σπίτι, αλλά και να περιορίσει την ανασφάλεια και το άγχος για θέματα που σχετίζονται με την οικονομική ευημερία. Στον αντίποδα αυτών των απόψεων τίθενται άλλες έρευνες που τονίζουν τους ενδεχόμενους κινδύνους που ενέχονται σε περιπτώσεις συνεπιμέλειας και συχνής επαφής και με τους δύο γονείς, όπου τα παιδιά βιώνουν ένα συγκρουσιακό κλίμα μεταξύ των γονέων (Twaite και Luchow, 1996, Johnston, 1995).

Με βάση τις εν λόγω έρευνες, η συνεπιμέλεια φαίνεται να είναι ακατάλληλη, τουλάχιστον στις περιπτώσεις καταστάσεων έντονων συγκρούσεων (Johnston, 1995). Σε έρευνες που έχουν διεξαχθεί για τη διερεύνηση των απόψεων σχετικά με τη συνεπιμέλεια, οι περισσότεροι άνθρωποι φαίνεται να πιστεύουν ότι τα παιδιά πρέπει να περνούν ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς μετά το διαζύγιο. Σε ένα δημοψήφισμα που διεξήχθη στη Μασαχουσέτη το 2004, το 85% των ψηφισάντων υποστήριξαν ότι τα παιδιά πρέπει να μοιράζονται τον χρόνο που περνούν με τους γονείς τους μετά το διαζύγιο (Fatherhood Coalition, 2004). Σε άλλη αντίστοιχη έρευνα που διεξήχθη στην Αριζόνα των ΗΠΑ σε φοιτητές και άλλους ενήλικες βρέθηκε ότι το 80% με 90% πιστεύουν στη συνεπιμέλεια μετά το διαζύγιο (Braver, Ellman, Votruba και Fabricius, 2011).

Οι απόψεις γύρω από την «συνεπιμέλεια» διίστανται και η συζήτηση ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους πολέμιους είναι αρκετά έντονη τα τελευταία χρόνια (Goldstein, Freud και Solnit, 1973, Kuehl, 1989, Bender, 1994, Roman και Haddad, 1978). Οι υποστηρικτές της συνεπιμέλειας τονίζουν τη σημασία και τα οφέλη του παιδιού από τη διατήρηση επαφών και με τους δύο γονείς του, ενώ οι πολέμιοι της ιδέας θεωρούν ότι η συνεπιμέλεια διαταράσσει την απαραίτητη σταθερότητα στη ζωή του παιδιού και μπορεί να έχει αρνητική επίδραση λόγω της έκθεσης του παιδιού σε συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ των γονέων.

Οι θεωρητικές προσεγγίσεις για τη σύνδεση του διαζυγίου με την κακή προσαρμογή του παιδιού βασίζονται σε πλήθος παραγόντων, όπως τα ατομικά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε παιδιού, η αλλαγή στη σύνθεση της οικογένειας και οι αρνητικές συνέπειες από την απουσία του πατέρα, το αυξανόμενο οικονομικό άγχος που προκύπτει από τη μετάβαση σε μία μονογονεϊκή οικογένεια, η επιρροή της κακής ψυχολογικής κατάστασης του γονέα και οι αλλαγές στις διαδικασίες της οικογένειας (Hetherington, Bridges και Insabella, 1998).

Συνοπτικά, οι παράγοντες που επιδρούν στην προσαρμογή του παιδιού μετά από ένα διαζύγιο μπορούν να συμπεριληφθούν σε 3 κατηγορίες: στην απώλεια ενός γονέα, στις συγκρούσεις μεταξύ των γονιών και στην ελλιπή κηδεμονία.


Θεωρητική επισκόπηση

Η έννοια της συνεπιμέλειας Τις τελευταίες δεκαετίες - και ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ‘70 - έχουν συντελεστεί αρκετές σημαντικές αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο στις χώρες του αναπτυγμένου κόσμου, και ιδιαίτερα στο θέμα της επιμέλειας των παιδιών έπειτα από την έκδοση διαζυγίου.

Κοινό έναυσμα σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις επανεξέτασης της νομοθεσίας υπήρξε ο κεντρικός ρόλος που παίζουν οι πατεράδες στη ζωή των παιδιών, καθώς και η τάση για την υιοθέτηση νέων πολιτικών προς ένα μοντέλο συγκηδεμονίας και συνεπιμέλειας. Η συνεπιμέλεια αναφέρεται στη ρύθμιση που περιλαμβάνει την από κοινού νομική και/ή φυσική επιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο των γονέων (Bender, 1994).

Η φυσική συνεπιμέλεια προβλέπει την επαφή των παιδιών και το μοίρασμα του χρόνου διαμονής τους ανάμεσα στους δύο γονείς, ενώ η νομική συνεπιμέλεια περιορίζει τη μόνιμη διαμονή του παιδιού στον ένα γονέα. Η φυσική συνεπιμέλεια σαφώς προβλέπει τη διατήρηση στενών σχέσεων και με τους δύο γονείς. Εντούτοις, η νομική συνεπιμέλεια προβλέπει την κοινή λήψη αποφάσεων από τους γονείς σε θέματα που αφορούν στα παιδιά τους, καθώς και τη συνεχή και ενεργό εμπλοκή του γονέα που δεν διαμένει με το παιδί στη ζωή του, ακόμη και εάν αυτό διαμένει με τον άλλο γονέα.

Η συνεπιμέλεια σε διάφορες χώρες

Οι νόμοι και οι κανόνες που ρυθμίζουν τα θέματα επιμέλειας διαφέρουν από χώρα σε χώρα της Ε.Ε. Οι εθνικές νομοθεσίες ρυθμίζουν θέματα όπως ποιος θα έχει την επιμέλεια, εάν η επιμέλεια θα ανατεθεί στον ένα γονέα ή και στους δύο (συνεπιμέλεια), ποιος θα λαμβάνει τις αποφάσεις για την εκπαίδευση των παιδιών κτλ. Παρόλα αυτά, σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες αναγνωρίζεται το δικαίωμα των παιδιών να έχουν προσωπική σχέση και άμεση επαφή και με τους δύο γονείς τους, ακόμη και αν οι γονείς μένουν σε διαφορετικές χώρες. Στην περίπτωση αυτή, που οι γονείς διαβιούν σε διαφορετικές χώρες, τα αρμόδια δικαστήρια για την εκδίκαση των υποθέσεων επιμέλειας είναι αυτά όπου συνήθως μένει το παιδί.

Σε έρευνα που διεξήχθη σε 14 χώρες παγκοσμίως τα ποσοστά συνεπιμέλειας ποίκιλλαν από 7% έως 15% των περιπτώσεων (Skiiner, Bradshaw και Davidson, 2007).

Στη Νορβηγία, το 25% των παιδιών έχουν γονείς που μένουν χώρια, και 8% από αυτά μένουν με τον πατέρα, ενώ 10% είναι σε καθεστώς συνεπιμέλειας (Skjorten και Barlindhaug, 2007).

Στη Σουηδία, όπου τα δικαστήρια έχουν το δικαίωμα να αποφασίσουν εναλλαγή της κατοικίας του παιδιού ακόμη και σε περίπτωση διαφωνίας του ενός γονέα, το 20% των παιδιών χωρισμένων γονιών μένουν σε δύο σπίτια (Singer, 2008).

Στη Γαλλία το 12% των παιδιών των οποίων οι γονείς μένουν χώρια μοιράζονται τον χρόνο ανάμεσα σε δύο σπίτια, ενώ ένα επιπρόσθετο 12% μένουν με τον πατέρα τους και περνούν κάποιο από το χρόνο τους με τη μητέρα τους (Toulemon, 2008).

Η επιλογή της συνεπιμέλειας και διαμονής των παιδιών σε δύο σπίτια έχει θεσμοθετηθεί στη Γαλλία από το 2002 και θεωρείται ως η πρώτη και προσφορότερη επιλογή από μία σειρά άλλων μοντέλων κηδεμονίας και επιμέλειας. Σε αυτό παίζει ρόλο και η ενίσχυση από το κράτος, το οποίο παρέχει ιατρική ασφάλιση και στους δύο γονείς και χορηγεί επίδομα και στους δύο γονείς για τα εξαρτώμενα τέκνα (Masardo, 2009).

Το 2009 το Κοινοβούλιο της Ολλανδίας επιχείρησε να εισαγάγει μία νέα νομοθεσία με την οποία το παιδί δικαιούται και πρέπει να λαμβάνει ίση φροντίδα από τους δύο γονείς μετά το χωρισμό τους. Εντούτοις, έπειτα από μακρές συζητήσεις και διαδικασίες το αρχικό μοντέλο του 50-50 εγκαταλείφθηκε. Εκείνο που ορίζει η νομοθεσία όμως είναι η διευθέτηση του μοντέλου κηδεμονίας/επιμέλειας των παιδιών πριν την έκδοση του διαζυγίου. Στην αρχή θεσμοθέτησής της, η συνεπιμέλεια ήταν σπάνια και αντιστοιχούσε μόνο στο 5% με 10% των συνολικών διαζυγίων στην Ολλανδία (CBS, 2003). Αργότερα όμως, το 2008, το εν λόγω ποσοστό ανήλθε στο 16%.

Στη Δανία, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 20% περίπου (Heide Ottosen, 2004), ενώ στα ίδια επίπεδα κυμαίνεται και η Σουηδία (Breivik και Olweus, 2006). Το οικογενειακό δίκαιο επηρεάζεται και διαμορφώνεται σε σημαντικό βαθμό σε συνάρτηση με το κοινωνικό περιβάλλον, σε σύγκριση με άλλα είδη δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση, σε αρκετές χώρες και πολιτείες των ΗΠΑ γίνονται αναθεωρήσεις της νομοθεσίας περί επιμέλειας, αντανακλώντας και τις μεταβαλλόμενες πολιτισμικές νόρμες της εκάστοτε κοινωνίας. Εντούτοις, πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι οι νέες πολιτικές επιμέλειας τέκνων ενσωματώνουν συνήθως και πολιτικές συμπεριφορές βασισμένες σε υποθέσεις, μύθους και ιστορίες μεμονωμένων ατόμων.

Μέχρι πρόσφατα στις ΗΠΑ, μόνο το 5% με 7% των παιδιών περνούσαν τουλάχιστον ένα τρίτο του χρόνου με τον πατέρα τους. Τα περισσότερα ζούσαν αποκλειστικά με τη μητέρα και διανυκτέρευαν μόνο τέσσερα ή πέντε βράδια το μήνα στο σπίτι του πατέρα τους (Kelly, 2007). Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια διαφαίνεται μία αλλαγή στα παραπάνω πρότυπα: στην πολιτεία της Αριζόνα και στην Ουάσινγκτον, 30% με 50% των παιδιών χωρισμένων γονέων περνούν τουλάχιστον το ένα τρίτο του χρόνου τους με τον καθένα από τους γονείς (George, 2008, Venohr και Kaunelis, 2008). Σε κάθε περίπτωση, στα δικαστήρια των ΗΠΑ σήμερα η συγκηδεμονία δεν αποφασίζεται σχεδόν ποτέ από το δικαστή εάν δεν συναινούν σε αυτό και οι δύο γονείς (Ellman, Kurtz και Weithorn, 2010). Για το λόγο αυτό, οι νομοθέτες αρχίζουν να λαμβάνουν περισσότερο υπόψη την τροποποίηση των νόμων προς την κατεύθυνση της συνεπιμέλειας.

Ομοίως, στην Αυστραλία, την Ολλανδία, τη Δανία και τη Σουηδία το 18% με 20% των παιδιών χωρισμένων γονιών είναι σε καθεστώς συνεπιμέλειας (Smyth, 2009, Spruijt και Duindam, 2010). Η Αυστραλία αντικατέστησε το νομοθετικό πλαίσιο της κηδεμονίας με ένα καθεστώς κοινής κηδεμονίας («συνεπιμέλειας») στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και αργότερα άρχισε να εξετάζει και το ενδεχόμενο «διαμοιρασμού του χρόνου ανάμεσα στους δύο γονείς» (Rhoades και Boyd, 2004). Το 2003 απέρριψε τελικά το ενδεχόμενο της συνεπιμέλειας αλλά ενίσχυσε το μοντέλο συνεπιμέλειας επιτρέποντας και εναλλακτικές προσεγγίσεις για οικογένειες όπου εκδηλώνονταν φαινόμενα βίας ή έντονων συγκρούσεων (Standing Committee, 2003). Συγκεκριμένα, αυτό που στην ουσία άλλαξε στην νομοθεσία της Αυστραλίας ήταν η ενθάρρυνση γονέων που ζουν χωριστά να μεγαλώνουν τα παιδιά τους σε κλίμα συνεργασίας.

Κατ’ αντιστοιχία με αυτό που συνέβη λίγα χρόνια νωρίτερα στη Μ. Βρετανία, οι τροποποιήσεις του νόμου επέφεραν επίσης μερικές αλλαγές και στη χρήση των έως τότε όρων, αντικαθιστώντας την κηδεμονία με την έννοια της «γονικής επιμέλειας». Το νέο μοντέλο κηδεμονίας προέβλεπε μια ρύθμιση που βασιζόταν στην ισότητα όσον αφορά τη γονική επιμέλεια μετά το χωρισμό, όπου κάθε γονέας διατηρούσε τις ίδιες εξουσίες, ευθύνες και αρχές που είχε σε σχέση με τη φροντίδα των παιδιών του και πριν το χωρισμό, εκτός και αν υπήρχε απόφαση δικαστηρίου για το αντίθετο. Η απόφαση της Αυστραλίας να εφαρμόσει το νέο μοντέλο συνεπιμέλειας δεν ήταν προϊόν κάποιας εμπειρικής έρευνας ή μελέτης για τις συνέπειες του προηγούμενου νόμου στον ψυχισμό των παιδιών. Αυτό που πυροδότησε την αλλαγή ήταν η πολιτική ανησυχία για τη θέση των πατεράδων που δεν είχαν την επιμέλεια. Με επερώτηση στη Βουλή το 1992 οι ομάδες των πατεράδων ισχυρίζονταν ότι το δικαστικό σύστημα ήταν προκατειλημμένο υπέρ των μητέρων κατά τη λήψη των δικαστικών αποφάσεων και για το λόγο αυτό ζητούσαν ένα πιο δίκαιο και ίσο μερίδιο στη φροντίδα των παιδιών τους μετά το χωρισμό. Μετά τις τροπολογίες του 1995, διεξήχθη εμπειρική έρευνα στην Αυστραλία για να διερευνήσει την νέα κατάσταση των πραγμάτων (Dewar και Parker, 1999). Τα ευρήματα της έρευνας έδειξαν ότι τρία χρόνια μετά την ψήφιση της τροπολογίας η κοινότητα ακόμη δεν γνώριζε τις νέες έννοιες που είχαν εισαχθεί, με αποτέλεσμα η συνεπιμέλεια να είναι ακόμη σπάνια στα διαζευγμένα ζευγάρια. Το 2003 η Κοινοβουλευτική Επιτροπή για θέματα Οικογένειας απέρριψε νέο αίτημα για συνεπιμέλεια, βασιζόμενη στο επιχείρημα ότι ο χρόνος που περνάει κάθε παιδί με την οικογένειά του θα πρέπει να εξαρτάται από το τι είναι καλύτερο για το κάθε παιδί και από τις ρυθμίσεις που είναι καλύτερες για κάθε οικογένεια. Εντέλει, το 2006 ψηφίστηκε ο νόμος στην Αυστραλία για τη συνεπιμέλεια, με τον οποίο αναγνωρίζεται ότι και οι δύο γονείς είναι υπεύθυνοι για αποφάσεις σχετικά με το παιδί τους μέσα από την έννοια της «ίσης γονεϊκής ευθύνης». Σύμφωνα με τη νομοθεσία το παιδί πρέπει να περνάει ίσο χρόνο με καθέναν από τους δύο γονείς υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αν και δεν αποσαφηνίζεται η έννοια της υποχρεωτικότητας από την πλευρά των δικαστικών αποφάσεων.

Στη Γερμανία υφίσταται η έννοια της συνεπιμέλειας, αλλά μπορεί να αρθεί σε περίπτωση μη συμφωνίας των δύο γονέων. «Η άσκηση της συνεπιμέλειας προϋποθέτει την καλλιέργεια μιας βιώσιμης κοινωνικής σχέσης ανάμεσα στους γονείς και απαιτεί ένα ελάχιστο επίπεδο συμφωνίας μεταξύ τους». Σε περίπτωση που ο ένας γονέας αρνείται να συνεργαστεί, το δικαστήριο αλλάζει τη συνεπιμέλεια σε επιμέλεια του ενός γονέα. Η επιλογή του γονέα που λαμβάνει την επιμέλεια βασίζεται στο «καλύτερο συμφέρον του παιδιού».

Ενδιαφέρον έχει στην Ιαπωνία το δικαίωμα των γυναικών και μητέρων να απαγάγουν το παιδί μετά το χωρισμό τους με το σύζυγο χωρίς καμία νομική κύρωση. Οι αντιδράσεις από την πλευρά των πατεράδων είναι έντονες και ζητούν την τροποποίηση της νομοθεσίας.


δείτε αναλυτικά την ερευνα εδώ 




Βιβλιογραφία

Amato, P. R., & Gilbreth, J. G. (1999). Nonresident fathers and children’s well-being: A metaanalysis. Journal of Marriage and the Family, 61, 557–573.

Bender, W. N. (1994). Joint custody: The option of choice. Journal of Divorce & Remarriage, 21(3–4), 115–131.

Breivik, K., & Olweus, D. (2006). Adolescent’s adjustment in four post-divorce family structures: Single mother, stepfather, joint physical custody and single father families. Journal of Divorce & Remarriage , 44 (3/4), 99–124.

CBS. (2003). Maandstatistiek van de bevolking [Monthly population statistics]. Voorburg/Heerlen, The Netherlands: Author.

Dewar, J, & Parker, S. (1999). The impact of the new Part VII Family Law Act 1975. Australian Journal of Family Law, 916 – 116.

Ellman, I., Kurtz, P., & Weithorn, L. (2010). Family law: Cases, texts problems. Newark, NJ: Lexis Nexis.

Fatherhood Coalition. (2004). Shared parenting ballot initiative election results. Boston, MA: Author.

George, T. (2008). Residential time summary reports. Olympia, WA: Washington State Center for Court Research.

Goldstein, J., Freud, A., & Solnit, A. J. (1973). Beyond the best interests of the child. New York: Free Press.

Heide Ottosen, M. (2004). Samvaer og bornsd trivsel [Joint custody and children’s wellbeing]. Copenhagen, Denmark: Social Studies Institute.

Hetherington, E. M., Bridges, M., & Insabella, G. M. (1998). What matters? What does not? Five perspectives on the association between marital transitions and children’s adjustment. American Psychologist, 53, 167–184.

Johnston, J. R. (1995). Research update: Children’s adjustment in sole custody compared to joint custody families and principles for custody decision making. Family and Conciliation Courts Review, 33, 415–425.

Kelly, J. (2007). Children’s living arrangements following divorce. Family Process, 46, 35–52.

Kuehl, S. J. (1989). Against joint custody: A dissent to the General Bull moose theory. Family & Conciliation Courts Review, 27(2), 37–45.

Masardo, A. (2009) Managing shared residence in Britain and France: Questioning a default primary carer model. In Social Policy Review (Rummery, K., Greenland, F., and Holden, C., Eds.) pp 197-214. Bristol: Polity Press.

McLanahan, S. S. (1999). Father absence and the welfare of children. In E. M. Hetherington (Ed.), Coping with divorce, single parenting, and remarriage: A risk and resiliency perspective (pp. 117–145). Hillsdale, NJ: Erlbaum.

Rhoades, H., & Boyd, S. B. (2004). Reforming Custody Laws: a comparative study. International Journal of Law, Policy and the Family, 18, 119-146.

Roman, M., & Haddad, W. (1978, September). The case for joint custody. Psychology Today, p. 96.

Shapiro, Adam and Lambert, James David, 1999. Longitudinal Effects of Divorce on the Quality of the Father-Child Relationship and on Fathers' Psychological Well-Being. Journal of Marriage and Family, 61(2), 397-408.

Singer, A. (2008) Active parenting or Solomon’s justice? Alternating residence in Sweden for children with separated parents. Utrech Law Review 4, 35-47.

Skinner, C., Bradshaw, J., & Davidson, J. (2007). Child support policy: An international perspective. London, England: The Stationery Office. Skjorten, K., and Barlindhaug, R. (2007) The involvement of children in decisions about shared residence. International Journal of Law, Policy and Family 21, 373-385.

Smyth, B. (2009). A 5 year retrospective of shared care research in Australia. Journal of Family Studies, 15, 36–59.

Spruijt, E., & Duindam, V. (2009). Joint Physical Custody in the Netherlands and the Wellbeing of Children. Journal of Divorce & Remarriage, 51(1), 65-82.

Toulemon, L. (2008) Two home family situations of children and adults. Paris: Institute of National Demographics.

Twaite, J. A., & Luchow, A. K. (1996). Custodial arrangements and parental conflict following divorce: The impact on children’s adjustment. The Journal of Psychiatry and Law, 24, 53– 75.

Venohr, J., & Kaunelis, R. (2008). Child support guidelines. Family Court Review, 43, 415–428.



Σημειώσεις Τέλους


i 476/2012 ΜΠρΡόδου

ii ΑΠ 104/2012

iii ΜΠΛαμίας 1512/2013 ασφ.

iv Από έρευνα που διεξήχθη με στατιστική ανάλυση Νομολογίας του Πρωτοδικείου Αθηνών με θέμα «Γονική μέριμνα, επιμέλεια και επικοινωνία παιδιών σε περίπτωση διαζυγίου» από τον Ιωάννη Παραβαντή, Επίκουρο Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Στοιχεία έρευνας : οι αποφάσεις του έτους 2007 (απογραφή) του Πρ.Αθηνών, Διαδικασία διατροφών. Απλά τυχαία δείγματα (μεγέθους 30) αποφάσεων ετών 1999 έως 2008 (εξαιρουμένου του 2007). Η έρευνα διεξήχθη με αίτημα της ΜΚΟ ΓΟΝ.ΙΣ και παρουσιάστηκε σε ημερίδα της ΜΚΟ ΓΟΝ.ΙΣ στις 30 Ιουνίου 2010 στο πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων

v Στο άρθρο 1511 ΑΚ ορίζεται ως κατευθυντήρια γραμμή για τη ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας, σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων και της προσφυγής στο Δικαστήριο, το συμφέρον του τέκνου (ΑΠ 1865/1984 ΝοΒ 33.1553, ΕφΛαρ 387/2006 Δικογρ. 2006.362). Το συμφέρον του ανηλίκου απαιτεί καταρχήν την παρουσία και των δύο γονέων του αλλά, όταν αυτό δεν είναι δυνατό, όπως στην περίπτωση του διαζυγίου ή της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, πρέπει σαν πλέον κατάλληλη λύση να επιλέγεται εκείνη που θα έχει στην περαιτέρω ανάπτυξη του τέκνου τη μικρότερη επιβάρυνση από τις συνέπειες κατάρρευσης του γάμου των γονέων (ΕφΛαρ 387/2006 ό.π.). (61/2013 ΜΠρΝάξου).

vi Θεοφανώ Παπαζήση, Οικογενειακό δικαστήριο ως μέσο προστασία της οικογένειας, ΕφΑΔ 3-4/2014-Έτος 7 ο (σελ.219)

vii Η πρόταση για την παρακολούθηση των οικογενειακών υποθέσεων από ένα δικαστή διατυπώνεται στο άρθρο Οικογενειακό δικαστήριο ως μέσο προστασία της οικογένειας, ΕφΑΔ 3-4/2014-Έτος 7ο (σελ.228), της Ομοτίμου Καθηγήτριας του ΑΠΘ, τμήμα Νομικής Σχολής, Θ.Παπαζήση viii Θεοφανώ Παπαζήση, Οικογενειακό δικαστήριο ως μέσο προστασία της οικογένειας, ΕφΑΔ 3-4/2014-Έτος 7 ο (σελ.226)


ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ

Θα μας ενδιέφερε η άποψή σας για το παραπάνω κείμενο.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ

Tο gonis.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το gonis.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.