6972755552, 6986933787 info@gonis.org.gr
 
ΓΟΝ.ΙΣ.

ΕΙΜΑΣΤΕ
ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΓΟΝΕΙΣ

ΔΙΑΖΥΓΙΟ, ΚΟΙΝΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

ΓΟΝΕΪΚΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ-PARENTING PLAN


Επιμέλεια: Θεοδώρα Αναγνώστου, Χριστίνα Καλιακούδα, Αντωνία Σκανδαλή, Ειρήνη Τσίρκα,Αγγελική Φράγγου : Τμήμα Ψυχολογίας ΕΚΠΑ 

 


             Εισαγωγή

    Σύμφωνα με τις σχετικές εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών έχει παρατηρηθεί μεγάλη αύξηση του αριθμού των διαζυγίων. Η αύξηση της συχνότητας των διαζυγίων συνήθως συνδέεται με την επιθυμία των ατόμων για προσωπική ανάπτυξη και τις αλλαγές των αντιλήψεων για τη συζυγική-συντροφική ζωή με βάση την ικανοποίηση των συντρόφων από τη συναισθηματική, την ερωτική και την κοινωνική ζωή.

             Ιστορική αναδρομή

    Σε ό,τι αφορά στις εκδοθείσες δικαστικές αποφάσεις διαζυγίων από τη δεκαετία του 1960 μέχρι και περίπου το 1983 (όπου και άρχισε η ισχύς του Οικογενειακού Δικαίου της εποχής), ο «κλονισμός της εγγάμου σχέσεως» αποτελούσε το συχνότερο λόγο διαζυγίου και ακολουθούσαν η εγκατάλειψη και η διάσταση. Εκείνη τη χρονική περίοδο, οι δικαστές έκριναν (εκτός ακραίων παραδειγμάτων ή στην περίπτωση μοιχείας) ως αποκλειστικό φροντιστή του παιδιού τη μητέρα.  Αυτού του είδους η μητρική προτίμηση αντανακλούσε τη γενικότερη κοινωνική αντίληψη εκείνης της εποχής, ότι οι πατέρες δεν κρίνονταν ιδιαίτερα σημαντικοί για τη γενικότερη κοινωνική, νοητική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Η σκέψη ενισχύθηκε σημαντικά από τη ψυχοδυναμική θεωρία του ψυχισμού του Sigmund Freud, η οποία αποτελούσε τον αποκλειστικό τρόπο εκπαίδευσης και σκέψης των ειδικών ψυχικης υγείας για δεκαετίες. Οι περισσότερες μελέτες σχετικά με τις διαδικασίες συναισθηματικής προσκόλλησης του παιδιού επικεντρώνονταν αποκλειστικά στη μελέτη της σχέσης μητέρας- βρέφους (βλ. Winnicott σχέση “ψυχοσωματικής συντροφικότητας”, 1971) και έτσι ο κλάδος της αναπτυξιακής Ψυχολογίας δεν είχε ασχοληθεί τόσο με τον ρόλο και την επιρροή του πατέρα στην γενικότερη ανάπτυξη του παιδιού.

    Κατά τη χρονική περίοδο μετά την ισχύ του Οικογενειακού Δικαίου του 1983, ως συχνότερος λόγος διαζυγίου παρουσιάζεται το «συναινετικό διαζύγιο» και ακολουθούν «οι άλλοι νόμιμοι λόγοι» της ισχύουσας νομοθεσίας και η «υπερτετραετής διάσταση». Με το συναινετικό διαζύγιο η κοινή αίτηση των συζύγων για διαζύγιο βασίζεται στην παραδοχή και των δύο πλευρών του κλονισμού της σχέσης τους και στη συμφωνία τους για λύση της έγγαμης συμβίωσής τους, χωρίς να υπάρχει ανάγκη διερεύνησης και απόδειξης της υπαιτιότητας του καθενός ή και των δύο μαζί. Αυτή  τη χρονική περίοδο, οι δικαστές συνέχισαν να κρίνουν (εκτός ακραίων παραδειγμάτων και άσχετα απο υπαιτιότητα) ως αποκλειστικό φροντιστή του παιδιού τη μητέρα. Ουσιαστικά διαφοροποιούσαν την γονεϊκή ιδιότητα και των δυο γονέων. Μετά το διαζύγιο αφαιρούσαν την επιμέλεια από την γονική μέριμνα και την ανέθεταν συνήθως σε ένα γονέα ενώ ο άλλος μετατρέπονταν σε απλό φορέα δικαιώματος επικοινωνίας χωρίς υποχρέωση συμμετοχής στις αποφάσεις για την ζωή του παιδιού,χωρίς υποχρέωση ανατροφής ή συμμετοχής στην καθημερινότητα του παιδιού. Ανάθεταν έτσι σε έναν γονέα την πλήρη ευθύνη ανατροφής και ο άλλος μετατρέπονταν σε συγγενή με δικαίωμα επικοινωνίας και μόνο οικονομικές υποχρεώσεις.

    Τα τελευταία χρόνια, οι σύγχρονες έρευνες αποσκοπούν κυρίως στη διερεύνηση της λειτουργίας της οικογένειας και των σχέσεων των μελών της μετά το διαζύγιο, αφού έχει αποδειχθεί πλέον η καθοριστική σημασία τους στην προσαρμογή όλων των μελών της οικογένειας. Οι γονείς παύουν να είναι σύζυγοι και ο ένας μετακομίζει σε άλλο σπίτι.           Η οικογένεια αλλάζει μορφή. Τα παιδιά όμως εξακολουθούν να έχουν δύο γονείς και οι γονείς συνεχίζουν να έχουν τη γονεϊκή ιδιότητα. Με την αναγνώριση του σημαντικού ρόλου του κάθε γονέα και τη διεθνή τάση για ανάληψη/άσκηση της γονεϊκής μέριμνας και από τους δύο γονείς, χρησιμοποιείται πλέον ο όρος διπυρηνική οικογένεια. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι σημαντικό να κατανοηθεί ότι το διαζύγιο αποτελεί μία μακροχρόνια και σύνθετη διαδικασία με πολλά στάδια και αλλαγές για όλα τα μέλη της οικογένειας.

  Στην περίοδο του 20ού αιώνα, όπου το παιδί άρχισε να αποκτά αυτόνομη υπόσταση και να γίνεται το ίδιο φορέας δικαιωμάτων διατυπώθηκε το παράδειγμα των «κρίσιμων χρόνων». Σύμφωνα με αυτό, η διαβίωση με τη μητέρα από τη γέννηση έως και την εφηβεία θεωρείτο για χρόνια ότι θα διασφάλιζε την υγιή ανάπτυξη του παιδιού. Το παράδειγμα αυτό βασίστηκε και στην ψυχολογική θεωρία του δεσμού του Bowlby (1951), σύμφωνα με την οποία η σταθερότητα της σχέσης με τη μητέρα είναι καθοριστική για την ανάπτυξη ενός υγιούς και ασφαλούς δεσμού, και επομένως για την ομαλή ψυχολογική εξέλιξη. Συνεπακόλουθο, οι αποφάσεις των δικαστηρίων έδιναν την αποκλειστική επιμέλεια στη μητέρα, εκτός και αν συνέτρεχαν λόγοι ακαταλληλότητας στο πρόσωπο της, ή ήταν η ίδια υπαίτια του διαζυγίου.

    Η προτίμηση της μητέρας σταδιακά άρχισε να δέχεται αμφισβητήσεις και επικρίσεις. Έτσι, από τις αρχές του 1970 σε πολλές δυτικές χώρες παρατηρήθηκε μία αλλαγή στην κουλτούρα της οικογενειακής ζωής μετά τη λύση του γάμου, ως προς τη λογική των συμφερόντων του παιδιού. Διαπιστώθηκε ότι το διαζύγιο και ο χωρισμός επιδρά σημαντικά στην ψυχοσύνθεση των παιδιών, δημιουργώντας συναισθήματα δυστυχίας. Τα προβλήματα στη ψυχοσύνθεση των παιδιών διογκώνονται από το στοιχείο του νικητή και του χαμένου στις σχέσεις των γονέων, την ένταση των διαμαχών μεταξύ τους, την αδυναμία των δικαστηρίων να θέσουν οριστικά τέλος στις προστριβές αυτές, και κυρίως από την απουσία του γονέα που δεν κατοικεί μαζί του.

    Το μοντέλο που ίσχυε μέχρι πρότινος, όπου η μητέρα εξακολουθούσε και μετά το χωρισμό να παίζει πρωταρχικό ρόλο στη φροντίδα του παιδιού της οφείλει να αντικατασταθεί από τη λογική της ισότητας στην φροντίδα που παρέχει η μητέρα και ο πατέρας στο παιδί τους. Η λογική αυτή λειτουργεί προς το συμφέρον του τέκνου, καθώς περιορίζεται η απαίτηση της μητέρας να απαγορεύσει την επαφή του παιδιού με τον πατέρα, και η σύνδεση της καθημερινής επαφής του πατέρα με το παιδί με την έννοια της εκπλήρωσης απλά μιας υποχρέωσης. Παρά την αντίθετη άποψη που κυριαρχούσε στο παρελθόν στην κοινή γνώμη, σύμφωνα με την οποία οι πατέρες θέλουν να απαλλαγούν από την φροντίδα και την επιμέλεια των παιδιών τους μετά το διαζύγιο, πρόσφατες μελέτες αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο. Η πλειονότητα των πατέρων ανησυχεί για τον ψυχολογικό αντίκτυπο της απουσίας τους από τη ζωή των παιδιών. Πολλές φορές νιώθουν πως είναι απόντες και ανίκανοι να είναι εκεί για αυτά. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, πως ο ρόλος και η φυσική παρουσία του πατέρα μετά τη διάζευξη των δύο γονέων, οφείλει να είναι αναπόσπαστο κομμάτι στη ζωή και την ανατροφή του παιδιού, χωρίς τον παραγκωνισμό του (Διαχείριση χωρισμού διαζυγίου γονέων, Πετράκης 2021).

   Όσον αφορά την ψυχολογική κατάσταση του τέκνου, την αυτοεκτίμηση καθώς και το αίσθημα εμπιστοσύνης που αναπτύσσει, η ενεργή συμμετοχή του πατέρα στη ζωή του παιδιού του είναι πρωταρχικής σημασίας. Η διαφύλαξη της σχέσης και η ανάπτυξη της συνεπάγεται την καθημερινή τριβή και την ουσιώδη επικοινωνία. Εκ παραλλήλου, έχει υποστηρικτεί πως και οι δύο γονείς οφείλουν να συνεισφέρουν ισάξια και σε ευεργετικό βαθμό στην κοινωνική, νοητική και συναισθηματική ανάπτυξη των τέκνων τους, καθώς και στο συναίσθημα αποδοχής και αυτοαξίας. Έτσι, το συμφέρον του παιδιού κατευθύνει στην λογική της επαφής του και με τους δύο γονείς, χωρίς να θεωρείται το παιδί τμήμα της γονεϊκής ιδιοκτησίας και χωρίς να χρησιμοποιείται ως μέσο εκδίκησης κατά τη διάρκεια των διαμαχών μεταξύ των γονέων.

 Το διαζύγιο επιφέρει ριζικές αλλαγές στους ρυθμούς της οικογενειακής ζωής. Ωστόσο, δεν συνεπάγεται τη διάλυση της πυρηνικής οικογένειας, αλλά τον επαναπροσδιορισμό αυτής (Ahrons, 1980). Στις περισσότερες άθικτες οικογένειες και οι δύο γονείς συμμετέχουν ενεργά στην καθημερινή ρουτίνα, κάτι το οποίο δεν ισχύει μεχρι σήμερα για τις περισσότερες διαζευγμένες οικογένειες. Μετά το διαζύγιο, η καθημερινότητα, η ρουτίνα ενός παιδιού είναι διαφορετική με τον κάθε γονέα. Αυτή μεταβάλλεται ανάλογα με το είδος της επιμέλειας που ισχύει σε κάθε περίπτωση, είτε μιλάμε για αποκλειστική είτε μιλάμε για κοινή επιμέλεια.

   Ο όρος “από κοινού επιμέλεια” τυγχάνει πολλαπλών ερμηνειών, διότι συγχέεται στον κοινό νου, η από κοινού νομική επιμέλεια (η οποία ορίζεται ως η μοιρασμένη ευθύνη για σημαντικές αποφάσεις οι οποίες αφορούν στα παιδιά) με την από κοινού φυσική επιμέλεια (η οποία αναφέρεται στο χρόνο φροντίδας-ανατροφής με τον κάθε γονέα, δηλαδή, στα προγράμματα επισκέψεων και πρόσβασης). Η από κοινού επιμέλεια σημαίνει κοινές αποφάσεις και κοινή εξουσία επέμβασης και των δύο γονέων σε όλους τους σημαντικούς τομείς για την υγιή ανάπτυξη και ανατροφή των παιδιών τους (λ.χ. εκπαίδευση, ιατρική φροντίδα, θρησκευτικές πεποιθήσεις, γενική ευημερία), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο χρόνος που περνά κάθε γονέας με το παιδί του πρέπει να είναι αυστηρά και ισοδύναμα μοιρασμένος. Παρέχει στους γονείς τη δυνατότητα να ασκούν αδιάκοπα τον γονεϊκό ρόλο της μητέρας και του πατέρα και να είναι συνεχώς παρόντες στην καθημερινή ζωή των παιδιών τους.


         ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ

     Κάποιοι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν το αν θα οριστεί κοινή επιμέλεια μετά τη διάζευξη, σχετίζονται πρωταρχικά με την ασφάλεια του παιδιού καθώς και την ‘ικανότητα’ κάθε γονέα να αναλάβει ευθύνες. Η ενδοοικογενειακή βία (σωματική, λεκτική, ψυχολογική), η χρήση ουσιών, η ύπαρξη σοβαρών θεμάτων ψυχικής υγείας καθώς και η οικονομική κατάσταση του κάθε γονέα μπορεί να επιδράσει αρνητικά στην τήρηση κοινής επιμέλειας και από τους δύο γονείς (Department of Justice Canada, 2013).

  Σε ένα μέρος τους, οι συνήθειες μιας οικογένειας δεν μεταβάλλονται, σαφώς, όμως, θα επηρεαστούν σε κάποιο βαθμό ως συνέπεια του διαζυγίου. Ο καθορισμός της επιμέλειας είναι το στοιχείο αυτό που διαμορφώνει, στο σύνολό της, τη ρουτίνα μιας οικογένειας μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης.

     Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα (Πανεπιστήμια του Amsterdam και του Groningen, 2015), η καθημερινότητα που ακολουθεί μια διαζευγμένη οικογένεια περιλαμβάνει τη συμμετοχή και των δύο γονέων, ξεχωριστά, στην καθημερινότητα του παιδιού, στην περίπτωση της κοινής επιμέλειας. Αντίθετα, η αποκλειστική επιμέλεια έγκειται στη συμμετοχή του ενός γονέα, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, στη ρουτίνα.

    Στην περίπτωση της κοινής επιμέλειας το παιδί μπαίνει σε μια νέα πραγματικότητα με κυριότερη μεταβολή αυτή της κατοικίας του. Το μοντέλο της κοινής ανατροφής προϋποθέτει ότι το παιδί θα διαθέτει δύο μόνιμες κατοικίες, καθώς θα διαμένει και με τους δύο γονείς για χρόνο που καθορίζεται από την συμφωνία τους ή την εκάστοτε απόφαση και το γονεϊκό προγραμματισμό που έχει εγκρίνει/αποφασίσει η δικαστική αρχή. Μετά το Σεπτέμβριο του 2021, όπου τέθηκε σε εφαρμογή ο νόμος 4800/2021 η κοινή επιμέλεια βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαζυγίου. Παρά το γεγονός ότι επήλθε ο χωρισμός, οι γονείς δίνουν έμφαση στη συνέχιση της προ-διαζυγίου οικογενειακής ζωής, με στόχο να επιτευχθεί όσο το δυνατόν λιγότερη αλλαγή στη ζωή και την καθημερινότητα του παιδιού. Υπάρχει ένας διαχωρισμός ανάμεσα στο ρόλο τους ως γονείς και το ρόλο τους ως σύντροφοι (Bakker et al., 2015). Γίνεται μια συνολική προσπάθεια ώστε να εκμηδενιστεί ο αντίκτυπος της αποτυχίας τους στο συντροφικό ρόλο και δίνουν βάση στη λήψη αποφάσεων ηθικού χαρακτήρα και όχι σε ιδιοτελείς και εγωιστικούς σκοπούς.

  Στην περίπτωση, λοιπόν, της κοινής επιμέλειας, αξίζει να αναφερθεί ότι η ζωή του παιδιού μοιράζεται εξίσου και στα δύο σπίτια των διαζευγμένων γονέων πάντα σύμφωνα με αυτό που ορίζει ο γονεϊκός προγραμματισμός εξατομικευμένα. Οι ευθύνες των γονέων διέπουν όλες τις εκφάνσεις της ρουτίνας του παιδιού και εκτείνονται από το ποιος θα παραλάβει το παιδί από το σχολείο, ποιος θα παραστεί μαζί του σε ιατρικό ραντεβού μέχρι το ποιος θα το συνοδεύσει σε κάποια εξωσχολική δραστηριότητα ή κάποια κοινωνική εκδήλωση, υποχρέωση. Ωστόσο, στις περιπτώσεις αυτές πρωτεύοντα ρόλο διαδραματίζει η κατοικία των γονέων και η μεταξύ τους χιλιομετρική απόσταση, ώστε όλα τα παραπάνω να καθίστανται πραγματοποιήσιμα.

    Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι αναμνήσεις και οι στιγμές που δημιουργήθηκαν με την οικογένεια στην προηγούμενη μορφή της, προ του διαζυγίου δηλαδή, διατηρούνται. Μιλώντας για αναμνήσεις και στιγμές, χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε τους εορτασμούς των Χριστουγέννων, του Πάσχα ή των γενεθλίων και γενικότερα άλλες γιορτές και στιγμές που το παιδί περνούσε και με τους δύο γονείς μέχρι πρότινος. Αυτό δεν υπέστη ουσιαστική μεταβολή σε αυτή τη νέα πραγματικότητα που περιλαμβάνει, διαζύγιο των γονέων μεν αλλά κοινή επιμέλεια του παιδιού μεταξύ των γονέων. Παρακολουθούν μαζί τις δραστηριότητες του παιδιού τους, γιορτάζουν μαζί τα γενέθλιά του περνώντας χρόνο μαζί ή τρώγοντας, για παράδειγμα, σε ένα εστιατόριο.

    Ακόμα και όταν οι πρώην σύζυγοι έχουν προχωρήσει στην προσωπική τους ζωής, αυτό δεν αποτελεί εμπόδιο στη συνέχιση μιας ομαλής σχέσης ανάμεσα στο γονέα και το παιδί.

     Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο νέος σύντροφος θα αποτελέσει τροχοπέδη στην διατήρηση μιας υγιούς σχέσης μεταξύ γονέα-παιδιού ή πρώην συζύγων. Η πιο λογική εξήγηση είναι ότι ο νέος σύντροφος δυσκολεύεται να δεχτεί τη σχέση που θα έχουν οι δύο πρώην σύζυγοι για χάρη του παιδιού, δεν μπορεί να «μοιραστεί» το σύντροφό του.

    Σε άλλη περίπτωση κοινής ή αποκλειστικής επιμέλειας, τα παιδιά διαμένουν με τον έναν γονέα, αλλά επισκέπτονται τον άλλον σε τακτική βάση. Οι γονείς κρατούν μια πολιτισμένη σχέση για χάρη του παιδιού, ωστόσο αυτό παραμένει εκεί. Δεν θα πρέπει όμως, να συγχέεται αυτή την περίπτωση με την παραπάνω, καθώς εδώ οι γονείς, πολλές φορές έχοντας δημιουργήσει νέα οικογένεια, κρατούν μια καθαρά τυπική σχέση την οποία, αν δεν υπήρχε το παιδί, δεν θα διατηρούσαν. Αυτό συνήθως σχετίζεται με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε το διαζύγιο. Βέβαια, υπάρχουν άλλα παραδείγματα, όπου οι γονείς και πρώην σύζυγοι προσπαθούν για τη διατήρηση της μεταξύ τους σχέσης, αλλά οι νέες οικογένειες και από τις δύο πλευρές δημιουργούν εμπόδια. Δεν είναι λίγες οι φορές που παρατηρείται σταδιακή συρρίκνωση της επικοινωνίας μεταξύ πρώην συζύγων, γιατί επιθυμούν να δώσουν χώρο στη νέα τους οικογένεια, κάτι που επιδρά και στην ψυχοσύνθεση και την προσαρμοστικότητα του παιδιού, το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει και να αποδεχτεί τη σταδιακή ρήξη στη σχέση μεταξύ των γονέων του. Χαρακτηριστικά, σε έρευνα παρατηρήθηκε ότι πολλοί γονείς που συμμετέχουν στη συν-ανατροφή του παιδιού τους, αντικατέστησαν βαθμιαία την άμεση επικοινωνία για ζητήματα ανατροφής, με μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή σημειώματα (Bakker, 2015). Ωστόσο, όσον αφορά τη σχέση τους με το παιδί στη νέα πραγματικότητα, με τις δύο οικογένειες πλέον, γιορτές όπως τα Χριστούγεννα ή τα γενέθλιά του, γιορτάζονται δύο φορές, και στις δύο κατοικίες και με τις δύο οικογένειες.

    Αξίζει να τονιστεί ότι η προσαρμογή του παιδιού στη νέα μορφή της οικογένειας εξαρτάται από διάφορους παράγοντες (Hetherington, Stanley-Hagan και Anderson, 1989), όπως:

  • την ύπαρξη ή μη πολλαπλών στρεσογόνων παραγόντων για το παιδί, όπως οι διαμάχες, οι οικονομικές δυσκολίες, αλλά και η ανάληψη νέων ρόλων στην οικογένεια,

  • τα προσωπικά χαρακτηριστικά του παιδιού όπως ο χαρακτήρας του, η ευφυΐα του, η ανεξαρτησία του, η εσωτερική ή εξωτερική εστίαση ελέγχου και η αυτοεκτίμησή του,

  • την ηλικία του παιδιού κατά το χωρισμό και το εξελικτικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται,

  • το φύλο του παιδιού, αφού τα αγόρια που ζουν με τη μητέρα παρουσιάζουν αυξημένα ποσοστά σε προβλήματα συμπεριφοράς και διαπροσωπικών σχέσεων με χαρακτηριστική ανυπακοή, επιθετικότητα και εκδραμάτιση, ενώ τα κορίτσια δείχνουν να αντιδρούν όταν η μητέρα τους επιχειρήσει νέο γάμο,

  • την οικονομική ευμάρεια της νέας οικογένειας που προκύπτει μετά το διαζύγιο ή έπειτα από νέο γάμο του κηδεμόνα,

  • τις σχέσεις των γονέων μετά το διαζύγιο,

    τα επίπεδα ανταπόκρισης των γονέων στο νέο τους ρόλο, παρά τα ψυχολογικά, συναισθηματικά ή προβλήματα υγείας που είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν στο διάστημα μετά το χωρισμό, δηλαδή ένα διάστημα όπου οι καταστάσεις γύρω από το παιδί αλλάζουν ταχύτατα και αυτό έχει ανάγκη από σταθερότητα, την επικοινωνία με τον απόντα γονέα/ η επικοινωνία με τον ικανό, υποστηρικτικό και ομαλά προσαρμοσμένο πατέρα, που δεν έχει την επιμέλεια, δείχνει να υποστηρίζει το παιδί και ιδιαίτερα το αγόρι, ενώ 

    η συνεχής ανάμειξη της μητέρας όταν δεν έχει την επιμέλεια δείχνει να προτρέπει σε διαμάχες, κυρίως μεταξύ του παιδιού και της θετής μητέρας, την ύπαρξη ή μη υποστηρικτικών συστημάτων όπως το σχολείο ή το κέντρο ημέρας για το παιδί, οι φίλοι, η ευρύτερη οικογένεια που περιλαμβάνει την γιαγιά, τον παππού, τα βιολογικά και τα θετά αδέρφια. Η θερμή, υποστηρικτική σχέση του παιδιού με τα άτομα και τις δομές του προσδίδει ασφάλεια, σταθερότητα και δομημένο ή προβλέψιμο περιβάλλον αντίστοιχα, σε μια περίοδο που η ρουτίνα του έχει διακοπεί.

   Συνεχίζοντας, το διαζύγιο συνεπάγεται τη λύση του γάμου αλλά όχι και την αποξένωση των δύο πρώην συζύγων. Ανεξάρτητα από την εφαρμογή κοινής ή αποκλειστικής επιμέλειας, το παιδί περνά χρόνο και με τους δύο γονείς, αλλά και με την ευρύτερη οικογένεια του καθενός, και ειδικότερα τα πεθερικά, ή αλλιώς τη γιαγιά και τον παππού. Η ρουτίνα του παιδιού μιας διαζευγμένης οικογένειας μπορεί να περιλαμβάνει την συχνή εμπλοκή τους σε αυτήν. Για παράδειγμα, μπορεί να περνούν χρόνο με το παιδί και να το φροντίζουν εξαιτίας αυξημένων εργασιακών υποχρεώσεων των γονέων.

    Εξετάζοντας τη ρουτίνα ενός παιδιού στην περίπτωση της αποκλειστικής επιμέλειας, αξίζει να αναφερθεί ότι μόνο ο ένας γονέας συμμετέχει καθημερινά στη ζωή του παιδιού και, βέβαια, έχει μόνο μια μόνιμη κατοικία. Αυτό, όμως, δεν συναντάται μόνο στην περίπτωση της αποκλειστικής επιμέλειας, αλλά και της κοινής. Γιατί, μπορεί οι γονείς να έχουν συμφωνήσει ότι θα αποφασίζουν εξίσου για θέματα σχετικά με την υγεία, την εκπαίδευση και όλες τις σημαντικές πτυχές της καθημερινής ρουτίνας του παιδιού, αλλά να μην είναι εφικτή η διαμονή του παιδιού και στις δύο κατοικίες λόγω μεγάλης γεωγραφικής απόστασης. Αναμφισβήτητα, ένα διαζύγιο αλλάζει τη ζωή μιας οικογένειας (Moxnes, 1999).

     Νομοτελειακά μια τέτοια εξέλιξη, αλλαγή, θα επηρεάσει ή και θα αναστατώσει τη ρουτίνα του παιδιού και των γονέων και θα θέσει νέες βάσεις για τον επαναπροσδιορισμό αυτής.

     Η μορφή της οικογένειας μετά το χωρισμό δεν παραμένει ίδια στο πέρασμα των χρόνων (Smart and Neale, 1999; Smart et al, 2001; Smyth, 2004). Ο ένας από τους δύο ή και οι δύο γονείς μπορεί μετά από καιρό να δημιουργήσει νέα οικογένεια, πράγμα που θα επηρεάσει την ισχύουσα ρουτίνα. Σε διαφορετική περίπτωση μπορεί οι σχέσεις και οι δεσμοί των γονέων να μην είναι ευνοϊκοί τον πρώτο καιρό, οπότε ο ένας γονέας συμμετέχει στην ανατροφή κατά μεγαλύτερο ποσοστό, αλλά αυτό μπορεί να μεταβληθεί με τον καιρό όταν «οι γονείς συνειδητοποιούν σταδιακά ότι θα πρέπει να φέρνουν στο προσκήνιο αποκλειστικά και μόνο το συμφέρον του παιδιού» (Bakker et al., 2015).

     Μια οικογενειακή ρουτίνα εξακολουθεί να υφίσταται ακόμα και μετά το διαζύγιο, σε παραλλαγμένη μορφή. Το γεγονός αυτό αποτελεί, αναμφισβήτητα, το συνδετικό κρίκο για τη διαμόρφωση και τη διατήρηση ενός καλού κλίματος ανάμεσα στα μέλη της νέας μορφής οικογένειας.


      Γονεϊκός προγραμματισμός και προγράμματα μεγάλων αποστάσεων

Όταν δύο γονείς αποφασίζουν να χωρίσουν, οφείλουν να μεριμνήσουν σχετικά με θέματα που αφορούν το τέκνο τους, και να προχωρήσουν σε γονεϊκό διακανονισμό, μέσω του γονεϊκού προγραμματισμού.

   Η αναγκαιότητα ύπαρξης υγιούς επικοινωνίας μεταξύ του διαζευγμένου ζεύγους για την ευημερία αυτού και των παιδιών του, οδήγησε στην παρατήρηση των ψυχολογικών και διαπροσωπικών χαρακτηριστικών των ζευγαριών που κατόρθωσαν να διατηρήσουν έναν αμοιβαία αποδεκτό γονεϊκό προγραμματισμό, αλλά και εκείνων που δεν το κατάφεραν. Αντλώντας πληροφορίες από την παρατήρηση προγενέστερων ερευνητών για το διαζύγιο και θεωρητικών των αντικειμενοτρόπων σχέσεων, εντοπίστηκαν κάποιες διαφορές ανάμεσα στα ζευγάρια που διαφωνούν και σε εκείνα που συμφωνούν μετά το διαζύγιο, αναφορικά με τα χαρακτηριστικά του ναρκισσισμού, της διαπροσωπικής ευαλωτότητας και της γονεϊκής συμπεριφοράς.

    Τα ζευγάρια που καταφέρνουν να διαπραγματευτούν και να διατηρήσουν έναν αμοιβαία αποδεκτό γονεϊκό προγραμματισμό για τουλάχιστον τέσσερις μήνες, παρατηρείται ότι σε γενικές γραμμές κατέχουν λιγότερα ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά, είναι λιγότερο ευάλωτα ως προς τις διαπροσωπικές τους σχέσεις και, επομένως, κρίνονται ως καλύτερα προετοιμασμένα στο να διαχειριστούν καταστάσεις μεγάλου συναισθηματικού φορτίου με τρόπο λιγότερο εγωκεντρικό. Ακόμα, εντοπίζεται η ικανότητα ενσυναισθηματικής συμπεριφοράς ως προς τη γονεϊκή τους λειτουργία. Τα παιδιά αποκομίζουν τεράστιο όφελος όταν έχουν δύο τρυφερούς, ενεργούς και ικανούς να συνδιαλεχθούν γονείς.

   Πιο συγκεκριμένα, για την ομαλή μακροχρόνια προσαρμογή των παιδιών στο διαζύγιο είναι σημαντικό οι γονείς να ενημερώνουν τα παιδιά για το χωρισμό, όταν έχουν λάβει την τελική απόφαση, με άμεσο και ανάλογο με την ηλικία των δεύτερων τρόπο. Ακόμη, κρίνεται σημαντικό:

  • Ο ένας γονέας να αποφεύγει να κατηγορεί τον άλλο.

  • Τα παιδιά να γνωρίζουν, μέσω των συχνών διαβεβαιώσεων των γονέων τους, ότι δεν είναι αυτά “υπεύθυνα” για τα προβλήματα της των γονέων τους και ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να τους συμφιλιώσουν.

  • Οι γονείς να αποφεύγουν να εμπλέκουν τα παιδιά στις συγκρούσεις τους.

  • Οι γονείς να ενθαρρύνουν τα παιδιά να κάνουν ερωτήσεις και να εκφράζουν τις απορίες και τα συναισθήματά τους.

  • Οι γονείς να δείχνουν κατανόηση και να αποδέχονται τα συναισθήματα των παιδιών σε μία δύσκολη φάση της ζωής τους.

  • Οι γονείς να διατηρούν σταθερό το περιβάλλον (με τις απαραίτητες και αναγκαίες αλλαγές).

  • Οι γονείς να διατηρούν τα όρια και τους κανόνες πειθαρχίας και συμπεριφοράς.

  • Οι γονείς να έχουν προοδευτικά τις ίδιες απαιτήσεις και προσδοκίες από τα παιδιά τους.

  • Οι γονείς να δείχνουν στα παιδιά, με διαφορετικούς τρόπους, τη φροντίδα, την έγνοια και την αγάπη τους.

  • Τα παιδιά να ενθαρρύνονται να έχουν θετικές σχέσεις και ποιοτική επικοινωνία και με τους δύο γονείς.




    Το παραπάνω διάγραμμα απεικονίζει τις οικογενειακές σχέσεις (Kyle D. Pruett, MD).

   Σε αντίθεση με τα παραπάνω έρχονται τα συγκρουόμενα ζεύγη. Σε αυτή την περίπτωση, οι συνεχείς συγκρούσεις και η εχθρότητα μεταξύ των γονέων είναι περισσότερο καταστροφικές απ΄ ό,τι ο χωρισμός αυτός καθαυτόν. Μάλιστα, με βάσει τα δεδομένα που προκύπτουν από τη θεωρία αντικειμενοτρόπων σχέσεων (Kernberg, 1975, Kohut, 1972), φαίνεται πως τα ζευγάρια αυτά στερούνται ενσυναισθηματικής ικανότητας και, επομένως, η γονεϊκή τους συμπεριφορά είναι λιγότερο πιθανό να συμβαδίζει και να ικανοποιεί τις ανάγκες του παιδιού. Αυτά τα ζεύγη είναι πολύ πιθανόν να εμπλακούν σε μία σειρά από διαφωνίες που αφορούν τη σύνταξη γονεϊκού προγραμματισμού, καθώς είναι σύνηθες να βασίζουν τις γονεϊκές τους αποφάσεις στις προσωπικές τους αντιδράσεις, αγνοώντας την αναγκαιότητα ύπαρξης διαλόγου και αμοιβαίας κατανόησης των αναγκών του παιδιού με τον άλλο γονέα.


         Λύση ο Γονεϊκός προγραμματισμός (parenting plan)

  Γονεϊκός προγραμματισμός ανατροφής τέκνου είναι ένα γραπτό κοινό σχέδιο, το οποίο έχει συνταχθεί και συμφωνηθεί και από τους δύο γονείς καθώς και εγκριθεί από τις δικαστικές αρχές, ή σε περιπτώσεις που οι γονείς αδυνατούν να έρθουν σε συμφωνία, ορίζεται από το δικαστήριο. Αυτό επιτυγχάνεται πιο εύκολα όταν η σχέση μεταξύ της μητέρας και του πατέρα διέπεται από αποτελεσματική επικοινωνία και ομαδικό πνεύμα (Kashy & Snyder, 1995). Όσον αφορά στο γονεϊκό προγραμματισμό υπάρχουν τρεις βασικές κατηγορίες σχετικά με τη λήψη αποφάσεων:

  • Αποφάσεις σχετικά με την εκπαίδευση, ιατρική περίθαλψη/υγεία και θρησκεία

  • Την κατοικία στην οποία θα ζει το παιδί και πόσο χρόνο θα ξοδεύει στον κάθε γονέα.

  • Πως θα διευθετηθούν θέματα τα οποία ίσως προκύψουν στο μέλλον.

    Πιο συγκεκριμένα, ο γονεϊκός προγραμματισμός ορίζει τη σχέση των γονέων ως προς το παιδί σε θέματα που αφορούν την κηδεμονία, σημαντικές αποφάσεις για το παιδί, τόπο κατοικίας,χρόνο ανατροφής, τρόπους επικοινωνίας, θέματα επίσκεψης, παραλαβής και παράδοσης, σχολικής και εξωσχολικής ζωής, υγεία, κάλυψη εξόδων κ.ο.κ. Τέλος, ο γονεϊκός προγραμματισμός οφείλει να διέπεται από λεπτομερή περιγραφή ακόμα και σε ζητήματα που αφορούν τις μοναδικές εκδηλώσεις, όπως γενέθλια, γιορτές, αργίες, διακοπές και σαββατοκύριακα. Πρωταρχικός του στόχος είναι να καλυφθούν στον υπέρτατο βαθμό οι ανάγκες τόσο των γονέων, όσο και του τέκνου τους σε καθημερινό πρακτικό επίπεδο.

    Ανεξαρτήτως από το μοντέλο γονεϊκού προγραμματισμού που έχει επιλεχθεί να εφαρμοστεί, είναι αξιοσημείωτο πως το ⅓ είναι το ελάχιστο του χρόνου που ενδείκνυται για τη δημιουργία μιας στενής σχέσης μεταξύ γονέα και τέκνου. Πιο συγκεκριμένα, από τις 365 ημέρες που διαθέτει ένα έτος, ενδεικτικά περίπου οι 120 είναι το μικρότερο χρονικό διάστημα που θα πρέπει ένα παιδί να περνάει με τον ένα γονέα στις περιπτώσεις που διαμένει μόνο με τη μητέρα ή τον πατέρα, αντιστοίχως. Ποσοστό μικρότερο του 35% του χρόνου του παιδιού, πιθανόν να επιδράσει αρνητικά στην ψυχοσύνθεση του, καθώς και στην ποιότητα της σχέσης του με τον γονέα.

Τα είδη προγραμμάτων σε σχέση με τον χρόνο είναι τα εξής:

1)  50/50% : Το παιδί έχει δύο μόνιμες κατοικίες και η εναλλαγή γίνεται κάθε δύο- τρείς ημέρες, είτε εβδομάδα ανά εβδομάδα, είτε ανά δεκαπέντε ημέρες. Και οι δύο γονείς συμβάλλουν εξίσου στην ανατροφή.

2)  60/40%: Το παιδί έχει δύο μόνιμες κατοικίες, ωστόσο οι εναλλαγές και οι μετακινήσεις λιγοστεύουν. Ενδείκνυται για μικρές χιλιομετρικές αποστάσεις ανάμεσα στα δύο σπίτια. Θεωρείται πρόγραμμα κοινής ανατροφής.

3)  70/30%: Το παιδί έχει μια μόνιμη κατοικία. Οι εναλλαγές γίνονται κάθε σαββατοκύριακο, είτε πέντε ημέρες διαμονή στον ένα γονέα και δύο στον άλλον. Αυτό το πρόγραμμα συνιστάται σε περιπτώσεις που στον ένα γονέα δεν επαρκεί ο χρόνος λόγω εργασιακών υποχρεώσεων, είτε όταν οι γονείς επιθυμούν μια σταθερή βάση για το παιδί. Μπορεί να λειτουργήσει και σε μεγαλύτερες γεωγραφικές αποστάσεις (π.χ Αθήνα-Κόρινθο).

4)  80/20%: Το παιδί έχει μία μόνιμη κατοικία και η ευθύνη της ανατροφής αναλαμβάνεται μόνο από τον ένα γονέα. Το παιδί μηνιαίως, έρχεται σε επαφή δια ζώσης με τον άλλο γονέα κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο (π.χ 1ο, 3ο, 5ο)

5)  90/10%: Το παιδί έχει μία μόνιμη κατοικία και η φροντίδα έχει ανατεθεί εξ ολοκλήρου από τον ένα γονέα. Το παιδί συναντά τον άλλον γονέα ένα σαββατοκύριακο μηνιαίως και συνήθως προγραμματίζεται το διάστημα των διακοπών που θα περάσει το παιδί με τον άλλο γονέα. Μπορεί και αυτό να λειτουργήσει σε περιπτώσεις μεγάλων γεωγραφικών αποστάσεων. Να σημειωθεί ότι η χρήση αυτού του προγράμματος πρέπει να έχει αποφασιστεί μετά από αιτιολόγηση, καθώς δεν επαρκεί για τη διατήρηση ουσιαστικής σχέσης μεταξύ γονέα και τέκνου.


   Το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Καναδά (2013) έχει προτείνει πως όσον αφορά τα προγράμματα γονεϊκού προγραμματισμού μεγάλων αποστάσεων, μερικές φορές ο ένας ή και οι δύο γονείς αποφασίζουν να φύγουν από την προηγουμένως μόνιμη κατοικία τους και να μετακομίσουν σε νέα κατοικία, πολλές φορές σε μακρινή γεωγραφική απόσταση. Οι πιο συνήθεις λόγοι είναι βιοποριστικοί, αλλαγή εργασιακού περιβάλλοντος ή προσωπικοί. Είναι ουσιώδες ο γονέας να υπολογίσει το ενδεχόμενο της μετακίνησης, καθώς αυτό επηρεάζει τη δημιουργία ενός γονεϊκού προγραμματισμού. Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες μετακινήσεων (πχ ίδια περιοχή, ή σε πιο μακρινές, όπως σε επαρχιακή πόλη). Σε κάθε περίπτωση η σχέση των γονέων και των παιδιών επηρεάζεται σημαντικά, και ο εκάστοτε γονέας υποχρεούται να ενημερώσει τον άλλον γονέα εγκαίρως ώστε να διευθετηθούν μείζονα ζητήματα αναφορικά με την καθημερινότητα του παιδιού, καθώς και την επισκεψιμότητα.

   Επιπροσθέτως, αξίζει να τονιστεί πως όταν ο γονέας αποφασίσει να μετακομίσει με το παιδί, είναι επιτακτική ανάγκη να επικοινωνήσει θέματα που αφορούν τη διατήρηση μιας ουσιαστικής σχέσης έστω μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας, θέματα κοστολογικής φύσης των μετακινήσεων και σε ποιο βαθμό θα επηρεαστεί η καθημερινότητα του παιδιού (Department of Justice Canada, 2013).

    Κάποια από τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και απο τα πορίσματα που προέκυψαν σε εμπειρική έρευνα που διεξήχθη στη Γερμανία (Steinbach & Augustijn, 2021) με τίτλο “Post‐separation parenting time schedules in joint physical custody arrangements”. Πιο συγκεκριμένα, η κοινή επιμέλεια έχει αρχίσει να εμφανίζεται και ήδη να εφαρμόζεται σε διαζευγμένες οικογένειες, κυρίως στο δυτικό κόσμο (Ολλανδία, Σουηδία κ.α. ). Η έρευνα ανέλυσε τη λειτουργία της κοινής επιμέλειας και μοντέλα οικογένειας σε μια πολυπαραγοντική μελέτη, που περιλάμβανε 463 οικογένειες διαζυγίου με παιδιά ηλικίας 0 έως 14. Οι οικογένειες εφάρμοσαν κοινή επιμέλεια κατά την οποία η διευθέτηση της φροντίδας των τέκνων μοιραζόταν μεταξύ 30% και 50% και στις δύο κατοικίες των γονέων. Τα προγράμματα γονεϊκού προγραμματισμού είναι βασισμένα θεωρητικά σε δύο βασικές κατηγορίες:

    α) Η αναλογία του χρόνου που το παιδί περνάει με τον κάθε γονέα

    β) Ο αριθμός των μετακινήσεων που κάνει το παιδί ανάμεσα στα δύο γονεϊκά σπίτια.

   Στη συμμετρική κοινή επιμέλεια διαφοροποιείται η χρονική αναλογία και ο αριθμός μετακινήσεων. Τα εμπειρικά ευρήματα κατέδειξαν ότι παράγοντες που έδρασαν θετικά στη σχέση ανάμεσα στο τέκνο και το πατέρα που δε διαμένει μαζί του, είναι η κοινή γονική μέριμνα προ διαζυγίου, οι κοινωνικοοικονομικές πηγές των γονέων, η δυνατότητα εργασίας της μητέρας, καθώς και το φύλο του παιδιού (αγόρι). Υπογραμμίστηκε το γεγονός πως η συχνή αλληλεπίδραση σε καθημερινή βάση, μεταξύ γονέων και παιδιών (π.χ. διανυκτέρευση, γεύματα, μελέτη) επιφέρει θετικά αποτελέσματα στη μεταξύ τους σχέση. Όσον αφορά, την μετακίνηση των παιδιών στα δύο γονεϊκά σπίτια, και συγκεκριμένα στις εφηβικές ηλικίες, παρατηρήθηκε πως η πλειοψηφία (67%), άλλαζαν κατοικία εβδομάδα παρά εβδομάδα. Επιπροσθέτως, περίπου το 30% των παιδιών, έκαναν πάνω από 4 μετακινήσεις μηνιαίως ανάμεσα στις δύο γονεϊκές κατοικίες. Σε οικογένειες που εφαρμόστηκε κοινή επιμέλεια με ασύμμετρη καθημερινή φροντίδα, το 51% διέμεναν μόνιμα στην κατοικία της μητέρας, ενώ το μικρό ποσοστό του 4,5% είχε ως μόνιμη κατοικία αυτή του πατέρα. Στο γενικότερο σύνολο τα αποτελέσματα έδειξαν πως στα ⅔ των οικογενειών που εφάρμοσαν κοινή επιμέλεια, τα τέκνα σε αυτές τις οικογένειες μετακινούνταν 4 (32,4%) με 8 (25,7 %) φορές σε μηνιαία βάση. Τέλος, οι υπόλοιπες οικογένειες (44,5 %) εφάρμοσαν συμμετρική κοινή επιμέλεια (50/50 ως προς την καθημερινή φροντίδα τόσο από τη μητέρα, όσο και από τον πατέρα).


            Επιλογή γονεϊκού προγράμματος με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού

    Είναι σημαντικό να τονιστεί πως ο σχεδιασμός του γονεϊκού προγραμματισμού, οφείλει να έχει ως κεφαλαιώδη αρχή το συμφέρον του παιδιού, ώστε να ενισχυθεί η συναισθηματική του ανάπτυξη, και να επιτευχθεί η ευτυχία του σε όλα τα επίπεδα (Department of Justice Canada, 2013). Επιπλέον, αξίζει να αναφερθεί πως κάθε περίπτωση, οικογενειακό περιβάλλον και παιδί διαφέρουν σημαντικά, και έτσι απαιτείται η εξατομικευμένη χρήση των παρακάτω με στόχο την βέλτιστη εφαρμογή τους. Σύμφωνα με το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Καναδά (2013), ένας γονέας πρέπει να συμπεριλάβει τα εξής, όταν καλείται να προχωρήσει στη σύνταξη ενός γονεϊκού προγραμματισμού:

  1. Την ηλικία και το στάδιο ανάπτυξης του παιδιού

  2. Ειδικές ανάγκες του παιδιού (π.χ μαθησιακές δυσκολίες)

  3. Τη σχέση του παιδιού με τον κάθε γονέα ξεχωριστά, καθώς και με την υπόλοιπη οικογένεια (π.χ αδέλφια, παππούδες)

  4. Κανόνες φροντίδας πριν τη διάζευξη

  5. Τις επιθυμίες του παιδιού

  6. Την ικανότητα του παιδιού να συνεργαστεί και να επικοινωνήσει θέματα γονεϊκού χαρακτήρα

  7. Την πολιτισμική, γλωσσική και πνευματική ανάπτυξη του παιδιού


    Οι δύο γονείς οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις και τις επιθυμίες των τέκνων τους βασισμένοι στην ηλικία καθώς και στο επίπεδο ωριμότητας τους. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί πως αυτή η αντιμετώπιση δε σημαίνει πως ο γονέας πρέπει να ρωτήσει το παιδί με ποιον γονέα επιθυμεί να ζήσει. Τέλος, συνιστάται η παραπομπή ειδικών συμβούλων ψυχικής υγείας για καθοδήγηση και συμβουλή για την σωστή κάλυψη των αναγκών του παιδιού.

     Η συμπερίληψη της ηλικίας του τέκνου στη σύνταξη ενός γονεϊκού προγραμματισμού με κύριο παράγοντα το συμφέρον του παιδιού, είναι υψίστης σημασίας, καθώς οι βασικές ανάγκες διαμορφώνονται ανάλογα με το αναπτυξιακό τους στάδιο.


 Βρέφη από την γέννηση ως τον 18ο μήνα

    Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα σε αυτό το αναπτυξιακό στάδιο, που πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας κατά την σύνθεση του συμφωνητικού, είναι η σχέση προσκόλλησης που αναπτύσσεται ανάμεσα στο βρέφος και τους γονείς του – φροντιστές του. Συγκεκριμένα, μια σχέση προσκόλλησης με το πρόσωπο φροντίδας είναι μια ιδιαίτερη σταθερή και ευαίσθητη σχέση ανταπόκρισης, φροντίδας και υποστήριξης που παρέχει στο βρέφος αίσθημα ασφάλειας. Η ποιότητα, μάλιστα, της προσκόλλησης σε αυτή την ηλικία επηρεάζει τις διαπροσωπικές του σχέσεις σε όλη την διάρκεια της ζωής του (Hofer, 2006). Στην περίπτωση δε που υπάρχει απομάκρυνση για σχετικά μεγάλα χρονικά διαστήματα (μεγαλύτερα από μέγιστο 3 ημέρες) από το πρόσωπο-φροντίδας με το οποίο έχει αναπτυχθεί σχέση προσκόλλησης αυξάνονται οι πιθανότητες για μετέπειτα προβλήματα συναισθηματικής φύσης.

    Γίνεται κατανοητό, λοιπόν, ότι είναι πολύ σημαντικό να υποστηριχθεί τουλάχιστον αρχικά αυτή η σχέση προσκόλλησης που έχει αναπτυχθεί μεταξύ του γονέα /φροντιστή και του βρέφους. Ωστόσο, εξίσου σημαντικό είναι να ενθαρρύνουμε και την ανάπτυξη μιας δευτερεύουσας σχέσης προσκόλλησης. Με βάση τα παραπάνω, ένα ιδανικό πρόγραμμα θα ήταν αυτό στο οποίο το βρέφος έχει ξεκάθαρα μια σταθερή πρώτη κατοικία και τακτική αλλά σχετικά σύντομες επαφές και με τους δύο γονείς -φροντιστές. Ενθαρρύνουμε τις διανυκτερεύσεις (σε περίπτωση διαζυγίου) καθώς υπό προϋποθέσεις μπορεί να λειτουργήσουν θετικά και για ένα βρέφος μικρότερο από δεκαοκτώ μηνών. Επίσης μια καλή ευκαιρία, για να περάσει ο άλλος γονέας μεγάλο μέρος του χρόνου με το παιδί, είναι οι ώρες τις οποίες ο άλλος γονέας εργάζεται. Στην περίπτωση, λοιπόν, που αυτό είναι εφικτό, ο άλλος γονέας μπορεί να περάσει με το μωρό πολύ ποιοτικό και δημιουργικό χρόνο και να αναπτυχθεί ουσιαστική σχέση προσώπου φροντίδας. Αν μάλιστα, η σχέση μεταξύ των γονέων είναι καλή αυτό μπορεί να συμβεί και στον ίδιο χώρο του μωρού, ενισχύοντας στο παιδί το αίσθημα της ασφάλειας και διευκολύνοντας έτσι την μεταξύ τους επικοινωνία- σχέση.

    Κάποια άλλα σημαντικά ζητήματα τα οποία πρέπει να αναλογιστούμε είναι η παροχή επαρκούς σωματικής φροντίδας, υγείας και ασφάλειας, το πρόγραμμα ύπνου και του φαγητού και πρακτικά ζητήματα, όπως η ανάγκη βρεφικού εξοπλισμού καθώς και προσωρινά ζητήματα που μέχρι να επιλυθούν λαμβάνονται υπόψιν όπως πχ θηλασμός ή χρόνος μέχρι ο άλλος γονέας να δημιουργήσει σταθερό χώρο κ.α.

    Επιλογές σε προγράμματα από κοινού ανατροφής (ανάλογα τον τύπο του διαζυγίου) μπορεί να είναι είτε μέρα παρά μέρα εναλλαγές μεταξύ των δυο σπιτιών, είτε προγράμματα με ρουτίνα 2-2-3-3 εναλλαγές ημερών (50% - 50%) μεταξύ των γονέων μειώνοντας τις επαφές των γονέων (παραλαβή – παράδοση) στις περιπτώσεις συγκρουσιακών διαζυγίων.


Νήπια από 18 μηνών - 3 ετών

    Και σε αυτή την ηλικιακή ομάδα οι σχέσεις προσκόλλησης συνεχίζουν να έχουν σημαντική θέση στον συναισθηματικό κόσμο του παιδιού. Τα πρόσωπα προσκόλλησης κατά βάση είναι αυτά που το φροντίζουν, αυτά που δηλαδή είναι συνέχεια παρόντες στην καθημερινότητα του. Αν π.χ. είναι ο ένας γονιός ποιο συχνά στην καθημερινότητα του είναι λογικό , λοιπόν, να παρατηρείται μια προτίμηση προς το πρόσωπο αυτό, ιδιαίτερα σε στιγμές έντασης. Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι ο άλλος γονιός , εφόσον έχουν αναπτύξει μια δευτερεύουσα προσκόλληση, ότι δεν μπορεί να τα ηρεμήσει και να τα ανακουφίσει.

   Δεδομένου αυτού, τα περισσότερα νήπια μπορούν να διαχειριστούν αποτελεσματικά την προσωρινή τους απομάκρυνση από την φιγούρα προσκόλλησης, συμπεριλαμβανομένης τακτικής διανυκτέρευσης. Προσοχή όμως, τα παραπάνω πρέπει να είναι μέρος ενός σταθερού προγράμματος και καθ’ όλη την διάρκεια απαιτείται η επικοινωνία των δύο μερών τόσο για την ανακούφιση του παιδιού, με το άκουσμα της φωνής του γονιού του, όσο και για την υποστήριξη των ίδιων με πληροφορίες σχετικά με το παιδί όσον αφορά τις συνήθειες του (τάισμα, ύπνος, τουαλέτα κ.α.). Γιαυτό έχει σημασία να ισχύουν οι ίδιοι κανόνες / ρουτίνες/ συνήθειες και στα δυο σπίτια σε περίπτωση διαζυγίου. Αυτοί οι κοινοί κανόνες αποτελούν σημαντικό στοιχείο του γραπτού γονεϊκού προγραμματισμού – parenting plan όταν οι γονείς χωρίζουν.

    Ταυτόχρονα, σε αυτό το ηλικιακό στάδιο αναδύονται άλλα ζητήματα ψυχολογικής φύσης που μπορεί να δυσκολέψουν το έργο των γονέων. Ειδικότερα, ιδιαίτερα συνηθισμένα είναι τα ξεσπάσματα οργής και θυμού, όπως και η λέξη «όχι». Οι γονείς, λοιπόν, σεβόμενοι το αναπτυσσόμενο αίσθημα αυτονομίας του παιδιού, χρειάζεται να προσεγγίζουν με προσοχή τέτοιες συγκρούσεις, συμβουλευόμενοι πάντα και τον άλλο γονέα ή και ειδικό σχετικά με την συμπεριφορά που παρατηρούν, τα όρια τα οποία θέτουν και την λειτουργικότητα ή μη όσων κάνουν. Αυτή η συνεργασία έχει πολλαπλά οφέλη καθώς όχι μόνο αντιμετωπίζονται τυχόν θέματα που προκύπτουν αλλά επίσης αντιμετωπίζονται και οι ανησυχίες των ίδιων.

    Επιλογές σε προγράμματα από κοινού ανατροφής (ανάλογα τον τύπο του διαζυγίου) μπορεί να είναι εναλλαγές ανά 3ημέρες μεταξύ των δυο σπιτιών, είτε προγράμματα ρουτίνας 3-4-4-3 εναλλαγές ημερών (50% - 50%) μεταξύ των γονέων μειώνοντας τις επαφές των γονέων (παραλαβή – παράδοση) στις περιπτώσεις συγκρουσιακών διαζυγίων, βάζοντας και τρίτο μέρος στην διαδικασία (πχ βρεφικός σταθμός, ορισμένο τρίτο πρόσωπο κ.α)


Παιδιά προσχολικής ηλικίας από 3 – 5 ετών

   Σε αυτό το ηλικιακό στάδιο, πέρα από την σχέση προσκόλλησης του παιδιού με τους γονείς του, αναπτύσσονται και σχέσεις πολλαπλής προσκόλλησης με τα διάφορα πρόσωπα με τα οποία έρχεται σε καθημερινή επαφή. Είναι φυσικό, ότι όσο το παιδί μεγαλώνει ο κοινωνικός του κύκλος εμπλουτίζεται με καινούργια άτομα με τα οποία αναπτύσσει σχέσεις αλληλεπίδρασης και εμπιστοσύνης και στα οποία μπορεί να απευθυνθεί σε περίπτωση κάποιας ανάγκης. Τέτοια άτομα συνήθως είναι οι γονείς, ο δάσκαλοι, τα αδέλφια τους, πρόσωπα που αναλαμβάνουν την φύλαξη τους κ.α. Επομένως, το παιδί έχει την δυνατότητα να εκφράσει την προτίμηση του, ανάλογα και με τις ανάγκες του, ως προς ποιόν θα απευθυνθεί κάθε φορά. Το γεγονός αυτό, ταυτόχρονα αποδεικνύει και ενθαρρύνει την όλο και αναπτυσσόμενη ανεξαρτησία του.

   Επίσης, καλό είναι να έχουμε στο νου μας πως μέχρι την ηλικία των τριών ετών έχει αναπτυχθεί μια ξεκάθαρη ταυτότητα φύλου, με αποτέλεσμα το παιδί να μιμείται την συμπεριφορά του γονέα με το ίδιο φύλο. Αν επομένως η συγκεκριμένη σχέση είναι αδύναμη μπορεί να προκληθούν ερωτηματικά και αμφιβολίες στο παιδί. Αναδεικνύεται, λοιπόν, για άλλη μια φορά η ανάγκη της παρουσίας και των δύο γονέων στην ζωή ενός παιδιού.

   Ταυτόχρονα, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, εμφανίζουν μια αυξανόμενη ανάγκη για επαφή με τους συνομηλίκους του, η οποία θα τους προσφέρει και τα ανάλογα ερεθίσματα για την ανάπτυξη σημαντικών κοινωνικών δεξιοτήτων όπως είναι η συνεργασία. Μαθαίνουν τους στοιχειώδεις τρόπους συμπεριφοράς στα πλαίσια της επικοινωνίας με άλλα άτομα, κατανοώντας στην πορεία πως να ελέγχουν και να διαχειρίζονται τα συναισθήματα τους. Επομένως, είναι σκόπιμο μέσα στο πρόγραμμα να υπάρχει μέριμνα και για συναντήσεις με φίλους που έχουν παιδιά στην ίδια ηλικία πάνω κάτω με του δικού σας. Μια άλλη πτυχή της καθημερινότητας τους, είναι η ανάγκη των παιδιών για συνεπή και σταθερά προγράμματα διαμορφώνοντας έτσι συνήθειες οι οποίες θα τους προσφέρουν το αίσθημα ασφάλειας που τόσο πολύ έχουν ανάγκη. Αν και ένα παιδί αυτής της ηλικίας έχει αναπτύξει μια στοιχειώδη σχέση με τον χρόνο, με αποτέλεσμα να νιώθει μειωμένο άγχος κατά τον προσωρινό αποχωρισμό, δεν γνωρίζουν πως να μετρούν τον χρόνο που μένουν μακριά από τον ένα ή τον άλλο γονέα. Γι’ αυτό το λόγο βασίζονται στην οικειότητα ενός σταθερού προγράμματος για να εφησυχάζονται. Τα πεντάχρονα από την άλλη, ενώ μαθαίνουν να μετρούν τον χρόνο, αδυνατούν να συνδέσουν την αόριστη έννοια του με τις προσωπικές τους εμπειρίες και χρειάζονται συγκεκριμένες πληροφορίες για τις ημέρες, το πρόγραμμα και την μεταξύ τους σχέση.

    Ένα πρακτικό ζήτημα που μπορεί να προκύψει, ιδιαίτερα σε αυτή την ηλικία, είναι η δυσκολία και η δυσφορία που μπορεί να αντιμετωπίζουν τα παιδιά κατά τη μεταφορά από το ένα σπίτι στο άλλο και στο σχολείο. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι απαραίτητη η θετική και ευρηματική αντιμετώπιση του θέματος από τον γονέα, παρουσιάζοντας της κατάσταση με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνει λιγότερο απωθητική για τα παιδιά. Επιπλέον, όσο σχετικά σύντομη και ομαλή είναι μια μετακίνηση τόσο πιο εύκολα μπορεί να την διαχειριστεί το παιδί. Γενικά τα λιγότερα ολοκληρωμένα προγράμματα είναι καταλληλότερα για ένα παιδί που μόλις έχει κλείσει τα τρία έτη, ενώ τα πιο ολοκληρωμένα για ένα παιδί πέντε ετών.

   Επιλογές σε προγράμματα από κοινού ανατροφής (ανάλογα τον τύπο του διαζυγίου) μπορεί να είναι εναλλαγές ανά 4 - 5ημέρες μεταξύ των δυο σπιτιών, είτε προγράμματα με παρατεταμένα εναλλασσόμενα ΠΣΚΔ , είτε προγράμματα ρουτίνας ανά εβδομάδα (50% - 50%) μεταξύ των γονέων μειώνοντας τις επαφές των γονέων (παραλαβή – παράδοση) στις περιπτώσεις συγκρουσιακών διαζυγίων, βάζοντας και τρίτο μέρος στην διαδικασία (πχ παιδικός σταθμός, ορισμένο τρίτο πρόσωπο κ.α)


Παιδιά των πρώτων τάξεων του δημοτικού από 6-9 ετών

    Σε αυτό το ηλικιακό στάδιο, παρατηρείται μια εξέλιξη φαινομένων και διεργασιών που είδαμε και στο προηγούμενο στάδιο. Βλέπουμε, δηλαδή, μία όλο και αυξανόμενη ανεξαρτησία του παιδιού από τα πρόσωπα προσκόλλησης, παρ’ όλο που αντλούν ακόμη αίσθημα ασφάλειας από αυτά. Πιο συγκεκριμένα, η ανεξαρτησία αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι έχουν πρόσβαση στην υποστήριξη και άλλων ενηλίκων και ότι έχουν μάθει να διαχειρίζονται πολύ καλύτερα τα συναισθήματα τους. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με την αυξανόμενη κατανόηση της έννοιας του χρόνου το παιδί διαχειρίζεται ευκολότερα τον αποχωρισμό του από τον έναν ή τον άλλον γονέα, επιτρέποντας έτσι την παραμονή του στον «άλλο» γονέα από ολόκληρη εβδομάδα μέχρι και πλέον μιας ολόκληρης εβδομάδας. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί πως, επειδή ο χρόνος κυλάει πιο αργά σε αυτές τις ηλικίες, κάποια παιδιά δίνουν μάχη προκειμένου να βλέπουν τον άλλον γονέα μόνο κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο ή για να είναι μακριά από τον ένα εκ των δύο γονέων για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ένας τρόπος (όχι ο καλύτερος), για να γεφυρωθεί αυτό το χρονικό χάσμα είναι η χρήση της τεχνολογίας, μέσω του τηλεφώνου και της βιντεοκλήσης. Τέλος, οφείλουμε να επισημάνουμε πως τα παιδιά διακατέχονται από ένα αυξημένο αίσθημα δικαιοσύνης, αποτελούμενο από συγκεκριμένους κανόνες για όλες τις πτυχές της ζωής και από μία ιδιαίτερα ευαίσθητη αντίληψη των συναισθημάτων, τόσο των δικών τους, όσο και των άλλων. Επομένως, είναι απαραίτητο να τηρούνται οι ισορροπίες μεταξύ των γονέων και το παιδί να μην τοποθετείται στην μέση της μεταξύ τους σχέσης.

   Επιλογές σε προγράμματα από κοινού ανατροφής (ανάλογα τον τύπο του διαζυγίου) μπορεί να είναι εναλλαγές ανά εβδομάδα (50% - 50%) μεταξύ των δυο σπιτιών, είτε προγράμματα ρουτίνας ανά 10 ημερών μεταξύ των γονέων μειώνοντας τις επαφές των γονέων (παραλαβή – παράδοση) στις περιπτώσεις συγκρουσιακών διαζυγίων, βάζοντας και τρίτο μέρος στην διαδικασία (πχ σχολείο, ορισμένο τρίτο πρόσωπο κ.α) Επίσης μπορεί να υπάρχουν τακτικά και ενδιάμεσα χρόνος επικοινωνίας με το κάθε γονέα που δεν θα διαμένει μαζί του το χρονικό διάστημα αυτό.


Παιδιά μεγαλύτερων τάξεων του δημοτικού από 10-12 ετών

    Κατά την ηλικία αυτή δεν εντοπίζονται ιδιαίτερα μεγάλες αναπτυξιακές αλλαγές σε σχέση με το προηγούμενο στάδιο. Η βασική διαφοροποίηση των παιδιών αυτών είναι ότι πλέον έχουν μεγαλύτερη εμπειρία όσον αφορά το σχολείο, τους συνομηλίκους τους και τον αποχωρισμό από τους γονείς τους. Έτσι στα πλαίσια ενός συνεργασιακού διαζυγίου είναι σε θέση να διαχειριστούν εύκολα ένα εβδομαδιαίο πρόγραμμα με κάθε γονέα ξεχωριστά. Βέβαια, σε συνδυασμό με τα παραπάνω έχουν να αντιμετωπίσουν, τόσο τα ίδια όσο και οι γονείς τους, και το δικό τους πρόγραμμα που γίνεται ολοένα και πιο απαιτητικό με τον καιρό. Δεν είναι απίθανο, λοιπόν, να χρειαστεί να γίνουν προσαρμογές και από τις δύο πλευρές προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις διάφορες αλλαγές της καθημερινότητας. Η τεχνολογία, την όποια τόσο καλά ξέρουν να χειρίζονται τα παιδιά και οι νέοι, στο σημείο αυτό, έρχεται ως χείρα βοηθείας για όλους τους εμπλεκόμενους, καθώς αν και δεν αντικαθιστά την δια ζώσης επικοινωνία, σίγουρα βοηθά στην συντήρηση της. Πλέον το παιδί έχει την ικανότητα να επικοινωνήσει όποτε θέλει με τον άλλον γονέα, έχοντας έτσι μια πιο κοντινή και συχνή επαφή μαζί του. Τέλος, και σε αυτό το στάδιο είναι ιδιαίτερα έντονο το αίσθημα της δικαιοσύνης με την διαφορά ότι στρέφεται περισσότερο προς τον εαυτό του και για το τι είναι δίκαιο για το ίδιο το παιδί. Επομένως, το παιδί αρχίζει και εκφράζει τις απόψεις του, ειδικά σε ότι αφορά και το ίδιο, εκφέροντας γνώμη και για το διαζύγιο, τους γονείς του και το πρόγραμμα που ακολουθούν. Ευθύνη, λοιπόν, των γονέων είναι να ακούν προσεκτικά τα παιδιά τους χωρίς όμως να ξεχνάνε πως εν τέλει υπεύθυνοι για το πρόγραμμα είναι οι ίδιοι.

    Επιλογές σε προγράμματα από κοινού ανατροφής (ανάλογα τον τύπο του διαζυγίου) μπορεί να είναι εναλλαγές ανά εβδομάδα (50% - 50%) μεταξύ των δυο σπιτιών, είτε προγράμματα ρουτίνας ανά 10 ημερών μεταξύ των γονέων μειώνοντας τις επαφές των γονέων (παραλαβή – παράδοση) στις περιπτώσεις συγκρουσιακών διαζυγίων, βάζοντας και τρίτο μέρος στην διαδικασία (πχ σχολείο, ορισμένο τρίτο πρόσωπο κ.α) Επίσης μπορεί να υπάρχουν τακτικά και ενδιάμεσα χρόνος επικοινωνίας με το κάθε γονέα που δεν θα διαμένει μαζί του το χρονικό διάστημα αυτό. Οι εναλλασσόμενες εβδομάδες με κάθε γονέα, με εναλλαγές οι οποίες λαμβάνουν χώρα είτε την Παρασκευή είτε την Κυριακή.


      Έφηβοι από 13-18 ετών

    Στην ηλικιακή αυτή φάση, θεωρητικά τα παιδιά διαθέτουν τις πνευματικές δυνατότητες των ενηλίκων, καθώς μπορούν να κάνουν λογικές σκέψεις, να κατανοούν και να μαθαίνουν από τα ερεθίσματα γύρω τους. Ωστόσο, η έλλειψη εμπειρίας, τα έντονα συναισθήματα τα οποία βιώνουν και οι επιρροές που δέχονται από τους συνομηλίκους τους τους κάνει να μην σκέφτονται καθαρά και να επηρεάζονται εν τέλει από το νεαρό της ηλικίας τους. Γενικότερα, αυτή η περίοδος βιώνεται ιδιαίτερα εγωκεντρικά από τα παιδιά τα οποία εστιάζουν στην εύρεση της προσωπικής τους ταυτότητας και ανεξαρτησίας, διεκδικώντας όλο και περισσότερες ελευθερίες και βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την οικογενειακή ζωή. Στα πλαίσια αυτών, πολλοί είναι οι έφηβοι οι οποίοι προτιμούν να έχουν ένα σπίτι ως κύρια κατοικία ή και επιδιώκουν αλλαγή της μέχρι τώρα μόνιμης κατοικίας για να συγκατοικήσουν με τον γονέα του ίδιου φύλου ή να έχουν λίγες μετακινήσεις από σπίτι σε σπίτι κ.α Επίσης, φαίνεται να δείχνουν μια προτίμηση στα ευέλικτα προγράμματα, τα οποία μπορούν να τροποποιηθούν ανάλογα και με το δικό τους πρόγραμμα και να τους προσφέρουν έτσι ακόμα μεγαλύτερη ελευθερία στην καθημερινότητα τους. Βέβαια, το τελευταίο μπορεί να λειτουργήσει και αρνητικά αφού μπορεί να είναι το αποτέλεσμα ενός επιδέξιου χειρισμού του παιδιού προς τους γονείς του και όχι μία συμφωνία μεταξύ όλων των μερών. Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, πως οι έφηβοι συνήθως δοκιμάζουν τα όρια τόσο του εαυτού τους όσο και των γονιών τους. Οι γονείς επομένως, οφείλουν να συζητούν μεταξύ τους για την ανατροφή και την συμπεριφορά του παιδιού τους, ώστε να μπορούν να θέτουν λειτουργικούς κανόνες και όρια που ταυτόχρονα ανταποκρίνονται και στις ανάγκες και τα θέλω του παιδιού. Διότι, μπορεί την δεδομένη περίοδο οι έφηβοι να μην το αντιλαμβάνονται, αλλά έχουν ανάγκη τόσο την ανεξαρτησία τους όσο και την ενίσχυση των οικογενειακών δεσμών. Στόχος, λοιπόν, των γονιών σε αυτές τις ηλικίες είναι η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ της αυτονομίας του εφήβου και της συντήρησης των αρμονικών τους σχέσεων. Οφείλουν, λοιπόν, να ακούνε με κατανόηση το παιδί τους, να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τα θέλω του και εν τέλει να προχωρούν σε αποφάσεις, έχοντας την επίγνωση ότι αυτοί θέτουν τα όρια και είναι υπεύθυνοι της κατάστασης.

    Επιλογές σε προγράμματα από κοινού ανατροφής (ανάλογα τον τύπο του διαζυγίου) μπορεί να είναι εναλλαγές ανά 15 ημέρες (50% - 50%) μεταξύ των δυο σπιτιών, είτε προγράμματα ρουτίνας ανά 20 ημερών μεταξύ των γονέων μειώνοντας τις επαφές των γονέων (παραλαβή – παράδοση) στις περιπτώσεις συγκρουσιακών διαζυγίων, βάζοντας και τρίτο μέρος στην διαδικασία (πχ σχολείο, ορισμένο τρίτο πρόσωπο , μετακίνηση του ίδιου παιδιού όταν τα σπίτια είναι κοντά κ.α) Επίσης μπορεί να υπάρχουν τακτικά και ενδιάμεσα χρόνος επικοινωνίας με το κάθε γονέα που δεν θα διαμένει μαζί του το χρονικό διάστημα αυτό. Κάποια ευέλικτη επαφή είναι πιθανή και άλλες ώρες. Κάποια επαφή είναι πιθανή και άλλες ώρες με σχετική όμως ευελιξία, ώστε να καλύπτονται πρωτίστως οι ανάγκες του εφήβου. Οι εναλλαγές λαμβάνουν χώρα είτε Παρασκευή είτε Κυριακή.

                  Η έννοια : συμφέρον του παιδιού

    Επιπλέον, κατά την προσπάθεια ορισμού του συμφέροντος του παιδιού πρέπει να ληφθούν υπόψη διάφοροι παράγοντες και περιστάσεις υπό τις οποίες αναπτύσσεται το παιδί με απώτερο σκοπό την ευημερία του και την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του στο έπακρον. Κατά τον Jean Zermatten (2010), το συμφέρον του παιδιού συνδέεται με τρεις έννοιες. Πρώτον, ο προσδιορισμός του συμφέροντος του παιδιού μπορεί να θεωρηθεί ως διαδικαστικό ζήτημα σύμφωνα με το οποίο κατά τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων πρέπει να επισημαίνονται οι πιθανές επιπτώσεις (θετικές ή αρνητικές) των αποφάσεων αυτών στα παιδιά. Δεύτερον, το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού είναι ένα βασικό δικαίωμα που πρέπει να εφαρμόζεται πάντοτε. Τρίτον, το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού είναι μια θεμελιώδης, νομική αρχή, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε δικαστική διαμάχη αναφορικά με την επιμέλεια των παιδιών, με στόχο τον περιορισμό της ανεξέλεγκτης εξουσίας των ενηλίκων επί των παιδιών.

    Η αρχή του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού περιλαμβάνει την ενεργό συμμετοχή των παιδιών στο σχεδιασμό των δραστηριοτήτων και των αποφάσεων που αφορούν την ευημερία τους (Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού, 2013) κάτι που επιτρέπει την κατανόηση της παιδικής σκέψης, τις επιθυμίες και τις ανάγκες και κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν ακολουθείται μόνο η γνώμη των γονέων του παιδιού ή των σημαντικών άλλων.

    Έτσι υπερτονίζεται η σημασία των απόψεων και των στάσεων των παιδιών που αποτελούνται από τις εμπειρίες και τις αντιλήψεις τους για τη ζωή τους. Σύμφωνα με πολλούς μελετητές σε περίπτωση διαφαινόμενων διαφωνιών πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ των τωρινών συμφερόντων του παιδιού, των αντιτιθέμενων συμφερόντων των γονέων και των μακροπρόθεσμων συμφερόντων του παιδιού.

    Το συμφέρον του παιδιού, σύμφωνα και με την θεωρία ιεράρχησης αναγκών του Maslow (1943), θα μπορούσε να διακριθεί σε δύο ευρύτερες κατηγορίες:

      (Α) τα δικαιώματα του παιδιού και των γονιών για επικοινωνία και

      (Β) η ευημερία του παιδιού, η οποία σχετίζεται με τις φυσιολογικές, συναισθηματικές- ψυχολογικές, κοινωνικές και εκπαιδευτικές ανάγκες του.


     (Α) Δικαίωμα επικοινωνίας

     Το δικαίωμα του παιδιού για συνεχή επικοινωνία και με τους δύο γονείς είναι υψίστης ψυχολογικής σημασίας, λαμβανομένων υπόψη των επιθυμιών, των σκέψεων και των αναγκών του. Ιδιαίτερα κρίσιμο ρόλο στην επαφή του παιδιού με τον γονέα που δεν διαμένει μαζί του διαδραματίζει όχι μόνο η συχνότητα των επισκέψεων αλλά πολύ περισσότερο η ποιότητα αυτών. Οι συναντήσεις του παιδιού με αυτόν τον γονέα πρέπει να είναι τακτικές, καθορισμένες χρονικά και απόλυτα προσαρμοσμένες στις διαρκώς εναλλασσόμενες ανάγκες του παιδιού, καθώς η μεν σταθερότητα δημιουργεί συναισθηματική ασφάλεια για το παιδί, η δε προσαρμοστικότητα στα θέλω του παιδιού ενισχύει σε αυτό την πεποίθηση πως η σχέση του με το γονιό του κινείται γύρω από το «θέλω» και όχι από το «πρέπει». Η ασυνέπεια, η εξαφάνιση του ενός γονέα και οι υποσχέσεις για συναντήσεις που αθετούνται δημιουργούν ανασφάλεια, απογοήτευση και συναισθήματα απόρριψης και θυμού στο παιδί.


     (Β) Ευημερία του παιδιού

              Ι) Οικονομική ευημερία

     Το συμφέρον του παιδιού επιβάλλει την ύπαρξη ενός καθαρού και βιώσιμου σπιτιού, το οποίο θα εξασφαλίζει την κάλυψη των βασικών αναγκών του και θα του προσφέρει ό,τι απαιτείται για την επαρκή διαβίωση του. Σε κάποιες περιπτώσεις από κοινού επιμέλειας προτιμούν οι γονείς την ύπαρξη ενός σπιτιού βάσης για το παιδί. Στην περίπτωση, δε, που το παιδί διαμένει σύμφωνα με τον γονεϊκό προγραμματισμό εναλλάξ στο σπίτι της μητέρας και στο σπίτι του πατέρα, πρέπει να διαθέτει σε κάθε σπίτι το δικό του προσωπικό χώρο, πλήρως προσαρμοσμένο στις ανάγκες του, ώστε να αισθάνεται οικεία και όχι ξένο σώμα.

     Η προσαρμογή του παιδιού στην πραγματικότητα της ύπαρξης δύο σπιτιών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη στάση των γονέων. Ο ένας γονέας δεν μπορεί να ελέγχει πως περνάει το παιδί στο σπίτι του άλλου γονιού, αλλά θα πρέπει οι δύο τους να συμφωνήσουν από κοινού για τα βασικά στοιχεία / κοινούς κανόνες της ανατροφής του παιδιού. Εάν δεν είναι εφικτό να συμφωνήσουν ένα κοινό τρόπο ανατροφής, τότε ο κάθε γονιός οφείλει πρωτίστως για το συμφέρον του παιδιού να αποδεχτεί την νέα κατάσταση και να αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να παρεμβαίνει σε οτιδήποτε συμβαίνει στο σπίτι του άλλου γονιού (φυσικά εξαιρούνται οι περιπτώσεις που το παιδί βιώνει πραγματικό κίνδυνο).

             ΙΙ) Σωματική ευημερία

     Η ύπαρξη ενός σπιτιού πρέπει να συνοδεύεται από την εξασφάλιση ενός χώρου με κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης, ο οποίος να είναι ασφαλής και χωρίς κινδύνους σχετικά με την υγεία και την σωματική ακεραιότητα του παιδιού.

            ΙΙΙ) Γνωστική και εκπαιδευτική ευημερία

Κάθε γονέας, στο πλαίσιο του γονεϊκού προγραμματισμού, οφείλει να εξασφαλίζει την απρόσκοπτη πρόσβαση του παιδιού στο σχολείο και να του προσφέρει κατάλληλες δραστηριότητες με βάση την ηλικία και τα προσωπικά του ενδιαφέροντα.

Και οι δύο οφείλουν να προσπαθούν να επενδύουν το δημιουργικό χρόνο τους στα παιδιά τους, μαθαίνοντας τους νέα πράγματα και ενισχύοντας τις δεξιότητες και τις ικανότητες τους δημιουργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο ενήλικες με το αίσθημα της εσωτερικής πληρότητας και την ίδια στιγμή άτομα με την απαίτηση της συνεχούς εξέλιξης. Ο κάθε γονέας ακόμα και όταν δεν διαμένει μαζί με το παιδί, οφείλει να είναι μέρος της καθημερινότητας του παιδιού του, χωρίς να συνδέει την επαφή με το παιδί με την πραγματοποίηση αποκλειστικά και μόνο ευχάριστων δραστηριοτήτων.

  1.             IV) Κοινωνική ευημερία

Η σχέση του γονέα με το παιδί πρέπει να παραμένει αδιασάλευτη και μετά το διαζύγιο. Η σχέση αυτή αποτελεί το μέσο για την ανάπτυξη μιας υγιούς κοινωνικής προσωπικότητας, ενός παιδιού το οποίο θα έχει τέτοιες κοινωνικές δεξιότητες ώστε να μπορεί να προσαρμοστεί σε κάθε κοινωνικό περιβάλλον. Πολλές φορές, η κοινή γνώμη χαρακτηρίζει τα παιδιά χωρισμένων γονιών ως κοινωνικά αδέξια εξαιτίας του διαζυγίου και κυρίως της έλλειψης ενός από τους δύο γονείς. Η συνεχής και αδιάλειπτη σχέση του παιδιού και με τους δύο γονείς του μπορεί να του εξασφαλίζει εκείνη την κοινωνική συμπεριφορά, η οποία είναι το ζητούμενο για την ύπαρξη του ανθρώπου, ως κοινωνικού όντος. Κάθε παιδί έχει το δικαίωμα στο αναγκαίο κοινωνικό κεφάλαιο κάθε γονιού και δεν πρέπει να το στερηθεί το παιδί επειδή αυτοί χώρισαν ως σύζυγοι. Αυτό προϋποθέτει χρόνο και με τους δύο γονείς αλλά και ανεμπόδιστη επικοινωνία με άλλους συγγενείς και φίλους και από τους δύο γονείς (κοινωνικές επαφές).

  1.              V) Ψυχολογική- συναισθηματική ευημερία

    Το συμφέρον του παιδιού προσδιορίζεται από την ανάγκη του για μία σταθερή και χωρίς το αίσθημα της απειλής σχέση και με τους δύο του γονείς, η οποία θα χαρακτηρίζεται από πραγματική αγάπη και φροντίδα και από τους δύο. Το παιδί, τότε, θα νιώθει ασφαλές και προστατευμένο από πιθανές τραυματικές εμπειρίες. Ιδιαίτερα κρίσιμο είναι να υπάρχει γονεϊκή συνεργασία και αμοιβαίος σεβασμός με γνώμονα την σταθερότητα και την συνέπεια στις ρουτίνες του παιδιού. Σύμφωνα, δε, με την παιδοκεντρική αρχή, οι επιθυμίες και οι ανάγκες του παιδιού πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο του γονεϊκού προγραμματισμού.

    Ήδη, το παιδί κατά το χωρισμό των γονιών του έχει απορροφήσει συναισθηματικώς όλη την μεταξύ των γονέων του ένταση, βιώνοντας συναισθήματα απόρριψης και ενοχής. Μετά το χωρισμό και την ανάληψη του ρόλου του καθενός στον γονεϊκό προγραμματισμό οι όποιες προγενέστερες συγκρούσεις πρέπει να τερματιστούν και σε καμία των περιπτώσεων το παιδί να μετατραπεί σε διαιτητή των εντάσεων ή να αναλάβει το ρόλο του «γονιού του γονιού» του. Αν συμβεί αυτό, τότε το παιδί χάνει τη δική του ταυτότητα και αναλαμβάνει μία άλλη, βασικό στοιχείο της οποίας είναι η φροντίδα των άλλων, τοποθετώντας έτσι τον εαυτό του και τις ανάγκες του σε υποδεέστερη θέση.

    Ταυτόχρονα για την ομαλή λειτουργία του γονεϊκού προγραμματισμού, ο γονέας δεν πρέπει να ασκεί πίεση στο παιδί προκειμένου να μάθει πως πέρασε λεπτομερώς με τον άλλο γονέα, καθώς αυτό θέτει το παιδί σε θέση άμυνας, ίσως και φόβου, ότι εάν πει την αλήθεια ο άλλος γονέας θα έχει προβλήματα και έτσι αυξάνεται η πιθανότητα να πει ψέματα.

    Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να μην δημιουργούνται συναισθήματα ενοχής στο παιδί για τις ώρες που περνάει με τον άλλο γονέα. Τα συναισθήματα μοναξιάς και θλίψης που νιώθει ένας γονέας, όταν παραδίδει το παιδί του στον άλλο γονέα σύμφωνα με τα ορισθέντα στον γονεϊκό προγραμματισμό, οφείλει να τα διαχειρίζεται και να μην μεταφέρει το βάρος αυτών στο παιδί.

      Όλες οι ως άνω διαστάσεις του συμφέροντος του παιδιού πρέπει να ληφθούν υπόψη για την επιλογή του κατάλληλου γονεϊκού προγράμματος ανατροφής. Κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα ποιο είναι το συμφέρον ενός συγκεκριμένου παιδιού και υπό συγκεκριμένες κάθε φορά περιστάσεις, συνεπώς, πρέπει να αξιολογείται διαφορετικά και μοναδικά κάθε περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τις βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές της ζωής του παιδιού, το είδος των σχέσεων μεταξύ γονέα και παιδιού και των γονέων μεταξύ τους, καθώς και τα ιδιαίτερα βιωτικά χαρακτηριστικά κάθε συγκεκριμένης σχέσης (απόσταση, επαγγελματική ενασχόληση, οικονομική και κοινωνική κατάσταση κ.α.).


          Επίλογος

     Ανεξάρτητα από στάσεις και αντιλήψεις, το διαζύγιο αποτελεί μία κοινωνική πραγματικότητα. Οι αντιδράσεις και η προσαρμογή των γονέων και των παιδιών συσχετίζονται με ποικίλες κοινωνικές, οικογενειακές και ατομικές παραμέτρους (Amato & Keith, 1991. Hetherington, Bridges & Insabella, 1998). Η κοινή αποδοχή των συζύγων για τον κλονισμό της σχέσης τους και η συμφωνία τους για τη λύση της έγγαμης συμβίωσής τους δίνουν την ευκαιρία για τη διερεύνηση της διαδικασίας του διαζυγίου ως μιας μεταβατικής φάσης, ατομικής και οικογενειακής εξέλιξης. Το διαζύγιο αποτελεί τη λύση του γάμου, αλλά δεν προκαλεί τη διάλυση της οικογένειας. Κάθε οικογένεια, οφείλει να αποβλέπει στον καθορισμό και στην κάλυψη των προσωπικών αναγκών του παιδιού, καθώς και να είναι προετοιμασμένη και ευέλικτη στο να προσαρμόζεται σε κάθε ειδική περίσταση (Smyth, 2005). Αμφότεροι οι δύο γονείς οφείλουν να στοχεύουν στην βέλτιστη ανατροφή του τέκνου τους, συνδιαλεγόμενοι για την προσαρμογή τους στις νέες συνθήκες.

     Στη σύγχρονη διεθνή βιβλιογραφία προτείνονται οι όροι “δυαδική μονογονεϊκή οικογένεια” ή “διπυρηνική οικογένεια”, ή “αμφιγονεϊκή οικογένεια”, ώστε να αναγνωρίζεται ο ρόλος και των δύο γονέων στην επιμέλεια /ανατροφή του παιδιού. Η πιο ορθή ορολογία που περιγράφει ακριβώς την νέα κατάσταση είναι ο όρος “διπυρηνική οικογένεια”,ανεξάρτητα του χρόνου ανατροφής που ο κάθε γονέας αναλαμβάνει. Η πρόταση ανατροφής για το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού καταδεικνύει τη σημαντικότητα της ισάξιας και ισότιμης συμμετοχής και των δύο γονέων στην καθημερινότητα του τέκνου, και αυτό επιτυγχάνεται μέσω της κοινής επιμέλειας και του σχεδιασμού ενός πρακτικά εφαρμόσιμου γονεϊκού προγραμματισμού-parenting plan. Με τον τρόπο αυτό, το παιδί αισθάνεται ότι παραμένει κάτω από την προστασία και των δύο γονέων του, αλλά και υπενθυμίζεται στους γονείς ότι μετά το διαζύγιο πρέπει να παραμένουν και οι δύο εξίσου υπεύθυνοι και υποστηρικτικοί για το παιδί τους (Χατζηχρήστου, 2000).

      Επιπλέον, έχει συσταθεί πως ο πιο θεμελιώδης στόχος για μελλοντικές έρευνες, σχετικά με την κοινή επιμέλεια και τις επιδράσεις αυτής, θα όφειλε να συμπεριλαμβάνει την παρουσία και την εμπεριστατωμένη γνώμη ειδικών συμβούλων ψυχικής υγείας (Steinbach & Augustin, 2021). Ειδικά καταρτισμένους ψυχολόγους, ικανούς να σχεδιάζουν σε συνεργασία με τους γονείς γονεϊκούς προγραμματισμούς για κάθε περίσταση, ώστε να ορίζεται επιτυχώς η ποιότητα και η ποσότητα του χρόνου μεταξύ γονέα και τέκνου. Με τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται αφενός η από κοινού ανατροφή του τέκνου αλλά και να προφυλάσσεται η σχέση του κάθε γονέα με το τέκνο.

    Τέλος, η εδραίωση της πεποίθησης πως η οικογένεια που έχει δημιουργηθεί προ διαζυγίου είναι το πολυτιμότερο αγαθό, έχει μέγιστη σημασία για τα μέλη της. Το ζητούμενο είναι η συν-ανατροφή που θα επιτευχθεί μέσα από την κοινή επιμέλεια, να μη διέπεται μόνο από διάρκεια, αλλά να είναι “πηγή πραγματικής ικανοποίησης και ευτυχίας’’, τόσο για το παιδί, όσο και για τους γονείς (ΓΟΝ.ΙΣ., 2013)



      Βιβλιογραφία

Amato, P. R., & Keith, B. (1991). Parental divorce and the well-being of children: a meta-analysis. Psychological bulletin, 110(1), 26.

Bakker, Wilma; Karsten, Lia; Mulder, Clara H (2015). Family routines and rituals following separation: continuity and change. Families, Relationships and Societies, 4(3), 365–382. doi:10.1332/204674314X13891971182856

Braver, S. L., & Lamb, M. E. (2018). Shared parenting after parental separation: The views of 12 experts. Journal of Divorce & Remarriage, 59(5), 372-387.

Department of Justice Canada (2013). Making Plans, A guide to parenting arrangements after separation or divorce, PWGSC.

Ehrenberg, M. F., Hunter, M. A., & Elterman, M. F. (1996). Shared parenting agreements after marital separation: The roles of empathy and narcissism. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 64(4), 808.

Emery Robert E. (2007). Όλη η αλήθεια για τα παιδιά και το διαζύγιο: Διαχειριστείτε τα συναισθήματα σας ώστε να ευτυχήσετε εσείς και τα παιδιά σας. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκης

Feldman S. Robert (2011). Εξελικτική ψυχολογία δια βίου ανάπτυξη. Αθήνα: Gutenberg

Five perspectives on the association between marital transitions and children's adjustment. American psychologist, 53(2), 167.

Hetherington, E. M., Stanley-Hagan, M., & Anderson, E. R. (1989). Marital transitions: A child's perspective. American psychologist, 44(2), 303.

Hetherington, E. M., Bridges, M., & Insabella, G. M. (1998). What matters? What does not?

Hofer, M. A. (2006). Psychobiological roots of early attachment. Current directions in psychological science, 15(2), 84-88.

Kashy, D. A., & Snyder, D. K. (1995). Measurement and data analytic issues in couples research. Psychological Assessment, 7(3), 338.

Kelly, J. B. (2004). Developing beneficial parenting plan models for children following separation and divorce. J. Am. Acad. Matrimonial Law., 19, 237.

Kernberg, O. F. (1975) Further Contributions to the Treatment of Narcissistic Personalities: A Reply to the Discussion by Paul H. Ornstein. International Journal of Psychoanalysis 56:245-247

Kohut, H. (1972). Thoughts on narcissism and narcissistic rage. The psychoanalytic study of the child, 27(1), 360-400.

Kruk, E. (2013). Social justice, spirituality, and responsibility to needs: The “best interests of the child” in the divorce transition. Journal of Spirituality in Mental Health, 15(2), 94-106.

Λουμάκου, Μ., Μπρουσκέλη, Β. (2010). Παιδί και γεγονότα ζωής, Αρρώστια, Νοσηλεία, Διαζύγιο, Θάνατος. Αθήνα: Gutenberg.

Maslow, A. (1943). Maslow’s hierarchy of needs. Παραπομπή:  https://www.researchhistory.org/2012/06/16/maslows-hierarchy-of-needs/

Μιλτιάδου, Χ. Σ. (2018). Το συμφέρον του παιδιού στο πλαίσιο διαζυγίων: νομική και ψυχολογική προσέγγιση (No. GRI-2018-22341). Aristotle University of Thessaloniki.

Πετράκης, Π.Ε. (2012). Πρόγραμμα διαχείρισης χωρισμού γονέων- Η ανατροφή των παιδιών μετά το διαζύγιο, Σεμινάριο ΕΚΠΑ

Pruett, K., & Pruett, M. K. (2009). Δύο γονείς για την ανατροφη του παιδιού (Partnership Parenting) (επιμ. ελληνικής έκδοσης: M. Γεωργιάδου, Σ. Βασιλειάδου, Δ. Καλαποθαράκος, 2013). Εκδόσεις ΓΟΝ.ΙΣ

Smart, C, 2004, Changing landscapes of family life: Rethinking divorce, Social Policy and Society 3, 4, 401-8

Smart, C, Neale, B, 1999, Family fragments, Cambridge: Polity Press

Smart, C, Neale, B, Wade, A, 2001, The changing experience of childhood: Families and divorce, Cambridge: Polity Press

Smyth, B. (2005). Time to rethink time? The experience of time with children after divorce. Family Matters, (71), 4-10.

Steinbach, A., & Augustijn, L. (2021). Post‐separation parenting time schedules in joint physical custody arrangements. Journal of Marriage and Family, 83(2), 595-607.

Τάνταρος, Σ. (2011). Ανθρώπινη ανάπτυξη και οικογένεια. Αθήνα: Πεδίο.

Toros, K., Valma, K., & Tiko, A. (2014). Interpretation of the principle of “best interests of the child” in the context of inter-parental child custody disputes: case of Estonia. Journal of Social Welfare and Human Rights, 2(1), 289-303.

Winnicott, D. W. (1971). Playing and Reality. GB: Tavistock Publications Ltd.

Zermatten, J. (2010). The best interests of the child principle: literal analysis and function. The International Journal of Children's Rights, 18(4), 483-499.

ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ

Θα μας ενδιέφερε η άποψή σας για το παραπάνω κείμενο.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ

Tο gonis.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το gonis.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.