Σε συνέχεια των άρθρων «Πότε να μιλήσω στα παιδιά για το διαζύγιο;» και «Τι να πω στα παιδιά για το διαζύγιο;», έρχεται αυτό το κείμενο για να ολοκληρώσει σε ένα πρώτο επίπεδο την ενημέρωση των γονιών που χωρίζουν σχετικά με τις συζητήσεις που πρέπει να κάνουν με τα παιδιά.
Έχει γίνει ήδη σαφές ότι οι γονείς που χωρίζουν περνούν από μια δύσκολη δοκιμασία όταν καλούνται να μιλήσουν στα παιδιά για το διαζύγιό τους. Είναι όμως ένα βήμα που αν γίνει σωστά μπορεί να βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό την προσαρμογή των παιδιών μετά το διαζύγιο και τη σχέση τους με τους δύο γονείς. Είναι μια στιγμή που οι γονείς καλούνται να επιστρατεύσουν όλο το θάρρος, την ψυχραιμία και την αυτοσυγκράτηση τους.
Ίσως το πιο απαιτητικό μέρος αυτής της συζήτησης έρχεται όταν τα παιδιά ζητούν μια εξήγηση για το λόγο που οι γονείς χωρίζουν. Ακόμη κι αν είχαν κάποια εικόνα των δυσκολιών της σχέσης μεταξύ των γονέων, σίγουρα θα χρειαστούν κάποια εξήγηση για τους λόγους που οδήγησαν τους γονείς σε αυτήν την απόφαση. Η ερώτηση: «μαμά/μπαμπά γιατί χωρίζετε;», μπορεί να έρθει από την πρώτη στιγμή ή μπορεί να προκύψει λίγο αργότερα. Και εκεί οι γονείς συνήθως κατακλύζονται από αγωνία για το τι θα πρέπει να απαντήσουν, πόσες λεπτομέρειες να συμπεριλάβουν και πόσο αναλυτικοί χρειάζεται να είναι.
Αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι γονείς μπορεί να αποφεύγουν διαρκώς αυτή τη συζήτηση. Στην αντίπερα όχθη μπορεί να φτάνουν να δίνουν μέχρι και αναλυτικές λεπτομέρειες για τη σχέση με τον άλλο γονιό, τις οποίες τα παιδιά δεν είναι έτοιμα να κατανοήσουν και να επεξεργαστούν. Ή ακόμη χειρότερα μπορεί να προτιμήσουν την εύκολη λύση του να ρίξουν όλη την ευθύνη του χωρισμού στον άλλο γονέα. Άλλωστε σε πολλές περιπτώσεις ο ένας γονιός δεν επιθυμεί ή δεν είναι ακόμη έτοιμος να χωρίσει. Και τότε, τα έντονα συναισθήματα απόρριψης, στεναχώριας και θυμού μπορούν να οδηγήσουν τον γονιό που νιώθει ριγμένος στο να κατηγορήσει τον άλλο γονιό για το διαζύγιο.
Οι παραπάνω χειρισμοί είναι παραδείγματα προς αποφυγή. Για παράδειγμα το να αποφεύγουν οι γονείς τη συζήτηση και θεωρώντας ότι δεν χρειάζεται να δοθεί και ιδιαίτερη εξήγηση στα παιδιά, αφήνει ένα σημαντικό κενό στην κατανόηση και τη συναισθηματική τους ωρίμανση. Από την άλλη η παράθεση ιδιαίτερων λεπτομερειών για τη σχέση μεταξύ των ενηλίκων και το ρίξιμο της ευθύνης στον άλλο γονιό είναι πολύ πιθανό να δημιουργήσει προβλήματα στη σχέση του παιδιού με τον άλλο γονιό. Το παιδί ίσως νιώσει θυμό για τον «κατηγορούμενο» γονιό ή ακόμη και τύψεις για το χρόνο που περνάει μαζί του. Ομοίως, οι γονείς δε θα πρέπει να μοιράζονται πληροφορίες σχετικά με πιθανές απιστίες ή με σχέσεις του γονιού με τρίτα πρόσωπα. Σε τέτοιες περιπτώσεις το παιδί μπορεί να οδηγηθεί στο να αναλάβει ένα ρόλο προστάτη ή παρηγορητή του γονιού που έχει πληγωθεί.
Εμείς ενθαρρύνουμε τους γονείς -στις συζητήσεις με τα παιδιά- να αποφεύγουν αυτήν την ανταλλαγή κατηγοριών και ευθυνών για τον χωρισμό. Ακόμη κι αν θεωρούν ότι τα παιδιά πρέπει να γνωρίζουν την αλήθεια, να έχουν στο μυαλό τους πρώτον το ότι η βασική προτεραιότητα θα πρέπει να είναι το γενικό καλό του παιδιού και δεύτερον το ότι η αλήθεια που περιγράφουν δεν είναι παρά η δική τους οπτική των πραγμάτων. Το παιδί δεν είναι ούτε δικαστής ούτε ο φίλος τους, αλλά ένα άτομο που σε αυτήν την κρίσιμη φάση της οικογένειας χρειάζεται τη μέγιστη δυνατή υποστήριξη από τους γονείς του.
-Οπότε τελικά πως εξηγούμε;
Κάποιες απλές εξηγήσεις όπως:
«Η μαμά κι ο μπαμπάς δεν είναι πια ευτυχισμένοι μαζί»,
«Κάποιες φορές αυτό που αισθάνεται ο ένας για τον άλλον αλλάζει. Αυτό συνέβη μεταξύ της μαμάς και του μπαμπά»,
«Η μαμά κι ο μπαμπάς διαφέρουν σε αρκετά πράγματα που αφορούν τη ζωή τους μαζί και γι αυτό αποφάσισαν να μη συνεχίσουν να είναι μαζί»,
«Η μαμά κι ο μπαμπάς διαφωνούν σε σημαντικά θέματα και παρά τις προσπάθειές τους για λύση, συνεχίζονται οι εντάσεις και διαμάχες. Γι αυτό θα δοκιμάσουν με αυτόν τον τρόπο να επαναφέρουν την ηρεμία και την ευτυχία στην οικογένεια».
Είναι επίσης σημαντικό αυτές οι εξηγήσεις να δίνονται και από τους δύο γονείς. Να φαίνεται ότι ακόμη κι αν η μαμά κι ο μπαμπάς δεν κατάφεραν να είναι μαζί ως ζευγάρι εξακολουθούν να έχουν κοινή στάση ως γονείς. Αυτό θα πρέπει να διατηρείται –στο βαθμό του εφικτού- ακόμη και όταν γίνονται συζητήσεις ξεχωριστά με τον κάθε γονιό.
Συμπληρωματικά, στα παραπάνω οι γονείς μπορούν να έχουν υπόψη τους ότι:
- Οι εξηγήσεις χρειάζεται να είναι σύντομες, απλές και προσαρμοσμένες στην ηλικία των παιδιών.
- Οι εξηγήσεις χρειάζεται να περιέχουν τις ελάχιστες δυνατές λεπτομέρειες για τη σχέση των γονιών, οι οποίες θα εξασφαλίζουν την κατανόηση της κατάστασης από τα παιδιά.
- Αυτό που λένε οι γονείς (λεκτικό) θα πρέπει να συμβαδίζει με αυτό που δείχνουν (γλώσσα του σώματος).
Είμαστε βέβαιοι ότι όποιος βρίσκεται ή έχει περάσει από αυτήν την θέση, γνωρίζει ότι είναι κάτι παραπάνω από δύσκολο να εφαρμόσει όλες τις οδηγίες. Αυτό που είναι όμως αξιοσημείωτο είναι ότι με όσους γονείς έχουμε συζητήσει γνωρίζουν ότι οι οδηγίες αυτές είναι θετικές, αποτελεσματικές και προς τη σωστή κατεύθυνση. Που βρίσκεται λοιπόν το εμπόδιο και πολλοί γονείς δεν ακολουθούν αυτές τις καλές πρακτικές όταν βρεθούν σε αυτήν τη θέση; Υπάρχουν αιτίες, υπάρχουν και δικαιολογίες και πιο συχνά ακόμη υπάρχει η ανταλλαγή ευθυνών: «εγώ θα το έκανα έτσι, αλλά ο/η …… δεν λειτουργεί σωστά», «εκείνος/η με κατηγόρησε πρώτος/η στα παιδιά, οπότε κι εγώ τι να κάνω; Να κάτσω να τα ακούω;», «Πρέπει και οι δύο να λειτουργούν σωστά, αλλιώς δεν έχει αποτέλεσμα». Ίσως σας φαίνονται γνώριμες φράσεις. Είναι ένα θέμα με το οποίο θα ασχοληθούμε σε επόμενη ανάρτηση.
Γ. Σταμούλος
Msc Συνθετική Συμβουλευτική και Ψυχοθεραπεία