Η από Κοινού Ανατροφή των παιδιών και οι πολιτικές προστασίας της παιδικής ηλικίας στο γάμο στο διαζύγιο και τα παιδιά εκτός γάμου.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα βασίζονται στην αρχή του σεβασμού του ατόμου. Η βασική θεώρησή τους είναι ότι κάθε άτομο είναι ένα ηθικό και λογικό ον που αξίζει να του φέρονται με αξιοπρέπεια. Αποκαλούνται ανθρώπινα δικαιώματα γιατί είναι οικουμενικά. Ενώ κάποιες χώρες ή ειδικές ομάδες απολαμβάνουν συγκεκριμένα δικαιώματα που ισχύουν μόνο γι’ αυτές, τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι τα δικαιώματα που δικαιούνται όλοι –ανεξάρτητα από το ποιοι είναι και πού ζούνε– απλώς επειδή είναι ζωντανοί.
Εμπεριέχουν επιλογές και ευκαιρίες. Εμπεριέχουν την ελευθερία να αποκτήσει κανείς μια δουλειά, να ακολουθήσει μια σταδιοδρομία, να επιλέξει τον σύντροφο που επιθυμεί και να αναθρέψει τα παιδιά του.
Σε παλιότερες εποχές δεν υπήρχαν ανθρώπινα δικαιώματα. Μετά εμφανίστηκε η ιδέα ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε να έχουν συγκεκριμένες ελευθερίες. Και αυτή η ιδέα, στον απόηχο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, αποτυπώθηκε τελικά στο έγγραφο που ονομάζεται Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Η φιλοσοφία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προσπαθεί να εξετάσει την υποκείμενη βάση της έννοιας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βλέπει με κριτική ματιά το περιεχόμενό της και την αιτιολόγησή της. Πολλαπλές θεωρητικές προσεγγίσεις έχουν αναπτυχθεί στην προσπάθεια εξήγησης του πώς και γιατί τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν γίνει μέρος των κοινωνικών προσδοκιών.
Νοούμε ως «ανθρώπινα δικαιώματα» την έννοια εκείνη που περιέχει την προστασία της ανθρώπινης αξίας σε κάθε της έκφραση και έκφανση, όπου σε παγκόσμιο επίπεδο καταβάλλονται τα μέγιστα ώστε η ιδεολογία αυτή να γίνει πράξη. Επιχειρώντας τη σύνδεση με την προσέγγιση της έννοιας της παιδικής ηλικίας, ώστε στη συνέχεια να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών στο γάμο και στο διαζύγιο και στα παιδιά γεννημένα εκτός γάμου. Συγκεκριμένα του δικαιώματός τους να ζουν στο πλαίσιο ενός οικογενειακού περιβάλλοντος, το οποίο σέβεται τις ανάγκες τους και λαμβάνει υπόψη πρωτίστως το συμφέρον των παιδιών.
Σήμερα ζούμε σε ένα κόσμο όπου σχεδόν όλοι συμφωνούν πως οποιοσδήποτε κάτω των 18 ετών είναι παιδί και έχει δικαίωμα σε ειδική φροντίδα και προστασία. Όμως, κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε και στο παρελθόν. Μόνο μετά την 20η Νοεμβρίου του 1989 όταν η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, άρχισε η ανθρωπότητα να επωφελείται από μια δέσμη δικαιωμάτων για όλα τα παιδιά και τους νέους.
Η Συνθήκη για τα Δικαιώματα των Παιδιών(ΔΣΔΠ) του ΟΗΕ ορίζει ως παιδί κάθε ανθρώπινο ον μικρότερο της ηλικίας των 18 ετών. Βιολογικά παιδί είναι ο κάθε άνθρωπος που βρίσκεται στο αναπτυξιακό στάδιο της παιδικής ηλικίας, μεταξύ της βρεφικής ηλικίας και της ενηλικίωσης.
Παρότι η Σύμβαση έχει συνολικά 54 άρθρα, διέπεται από τέσσερις θεμελιώδεις αρχές για κάθε παιδί:
-
Μη-Διάκριση (άρθρο 2): Δεν πρέπει ούτε να επωφελείται, ούτε να υποφέρει εξ' αιτίας φυλής, χρώματος, φύλου, γλώσσας, θρησκείας, ή εθνικής, κοινωνικής ή εθνοτικής καταγωγής, ή εξ' αιτίας οποιασδήποτε πολιτικής ή άλλης θέσης, εξ' αιτίας της κοινωνική θέσης ή της περιουσίας ή της οικογένειας στην οποία γεννήθηκε, ή επειδή έχεις κάποια αναπηρία.
-
Το Καλύτερο Συμφέρον του Παιδιού (άρθρο 3): Νόμοι και δράσεις που επηρεάζουν παιδιά πρέπει να θέτουν προτεραιότητα στο τι είναι το καλύτερο για εκείνο και να το ωφελούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
-
Επιβίωση, Ανάπτυξη και Προστασία (άρθρο 6): Οι αρχές στη χώρα του πρέπει να το προστατεύουν και να βοηθούν ώστε να εξασφαλισθεί η ολοκληρωμένη ανάπτυξή του - φυσική, πνευματική, ηθική και κοινωνική.
-
Συμμετοχή (άρθρο 12): Έχει το δικαίωμα να εκφράζεις τη γνώμη του για τις αποφάσεις που αφορούν τη ζωή του και οι απόψεις του πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.
Η Σύμβαση καθορίζει με σαφήνεια πως οι γονείς έχουν τον πιο σημαντικό ρόλο στην ανατροφή των παιδιών.
Στο κείμενό της ενθαρρύνει τους γονείς να αντιμετωπίζουν τα ζητήματα δικαιωμάτων με τα παιδιά τους "με τρόπο που ανταποκρίνεται στην ανάπτυξη των ικανοτήτων του" (άρθρο 5). Οι γονείς, που γνωρίζουν και διαισθάνονται το επίπεδο ανάπτυξης του παιδιού τους, θα το κάνουν αυτό με φυσικό τρόπο. Τα θέματα που συζητούν, ο τρόπος με τον οποίο απαντούν σε ερωτήσεις και οι πειθαρχικές μέθοδοι που χρησιμοποιούν, θα διαφέρουν ανάλογα με το αν το παιδί είναι 3, 9 ή 16 ετών.
Μια τέτοια συνθήκη αποτελεί μια συμφωνία μεταξύ ανθρώπων ή κρατών όπου όλοι συμφωνούν να υπακούουν στον ίδιο νόμο. Η Σύμβαση καθορίζει το εύρος των δικαιωμάτων τα οποία οφείλουν να απολαμβάνουν τα παιδιά οπουδήποτε. Θέτει τις βασικές προϋποθέσεις για την ευημερία των παιδιών στα διάφορα στάδια της ανάπτυξής τους και είναι ο πρώτος παγκόσμιος, νομικά δεσμευτικός, κώδικας δικαιωμάτων των παιδιών στην ιστορία.
Σήμερα ζούμε σε ένα κόσμο όπου σχεδόν όλοι συμφωνούν πως οποιοσδήποτε κάτω των 18 ετών είναι παιδί και έχει δικαίωμα σε ειδική φροντίδα και προστασία. Όμως, κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε και στο παρελθόν. Μόνο μετά την 20η Νοεμβρίου του 1989 όταν η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, άρχισε η ανθρωπότητα να επωφελείται από μια δέσμη δικαιωμάτων για όλα τα παιδιά και τους νέους. Υιοθετήθηκε ομόφωνα απο τη Γεν. Συνέλευση του ΟΗΕ στις 20 Νοεμ. 1989 και τέθηκε σε ισχύ το 1990. Μέχρι σήμερα έχει επικυρωθεί σχεδόν από όλες τις χώρες του κόσμου, ενώ στην Ελλάδα επικυρώθηκε το 1992 (ΦΕΚ 192/2.12.92) Υπάρχουν όμως άρθρα όπως το 18 για το οποίο εδώ και 30 χρόνια έχουμε να δείξουμε στο ΟΗΕ μόνο 2 εγκυκλίους.
Τι γίνεται όμως όταν χωρίζουν οι γονείς τι μπαίνει προτεραιότητα το συμφέρον του/των γονέα/ων ή το συμφέρον του παιδιού; και Ποίο είναι αυτό; Πως καθορίζεται κοινωνικά; Πως προστατεύεται νομικά;
Προσδιορισμός της έννοιας της παιδικής ηλικίας
Όταν αναφέρεται κανείς στην ηλικία – στις δυτικές κοινωνίες-αναφέρεται και στη μετάβαση από τη μια βιολογική φάση της ζωής ενός ατόμου στην επόμενη. Ταυτόχρονα όμως οριοθετούνται, τόσο το περιεχόμενο και η μορφή των διαπροσωπικών σχέσεων, όσο και η ξεχωριστή θέση που αυτό το άτομο αλλά και άτομα διαφορετικής ηλικίας κατέχουν στην κοινωνική δομή. Έτσι, καθώς η ηλικία, το φύλο και η κοινωνική τάξη αποτελούν αιχμές για τη συντήρηση προτύπων κοινωνικής ανισότητας, η διερεύνηση της συγκρότησης και του προσδιορισμού της έννοιας της παιδικής ηλικίας και της θεσμικής προστασίας της αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στις δημοκρατίες.
Προστασία ή διαχωρισμός ;
Αφού η παιδική ηλικία παρουσιάζεται ως το μεταβατικό εκείνο στάδιο του νεαρού ατόμου από την ανωριμότητα προς την ωριμότητα και την ένταξή του στον κόσμο των ενηλίκων, ως άμεση συνέπεια των πρακτικών που ακολουθούνται σε σχέση με τα παιδιά διαζευγμένων και εκτός γάμου γονέων είναι ο «φυσιολογικός» αποκλεισμός των παιδιών από την κοινωνική, οικονομική και δημόσια ζωή της θεσμικά κατοχυρωμένης έννοιας της οικογένειας που θεωρητικά εξακολουθούν να έχουν και με τους δύο χωρισμένους γονείς. Ο αποκλεισμός του παιδιού συμβαίνει, διότι πρακτικά αποκλείουμε τον ένα γονιό από την καθημερινότητα του παιδιού και τον “θεωρούμε” απλό συγγενή χωρίς να έχει συμμετοχή στην ανατροφή και στην κοινωνικοποίηση του παιδιού. Στα εκτός γάμου μάλιστα αποκλείεται και θεσμικά (“ανενεργή” !!! γονική μέριμνα) δημιουργώντας έτσι στην κοινωνική πραγματικότητα παιδιά 3 υποομάδων σε σχέση με προστασία της παιδικής ηλικίας. Αυτή των έγγαμων γονέων, των διαζευγμένων, και των εκτός γάμου αναγνωρισμένων τέκνων. (δεν αφορά φυσικά τα άγνωστου πατρός /μητρός και τα στερούμενα γονέα λόγω θανάτου).
Ανήλικος που εκπαιδεύεται; Ναι αλλά σε τι;
Ζητάω πολλά; Είμαι Παιδί και Άνθρωπος μαζί!
Όταν οι ενήλικοι μιλούν για προστασία των παιδιών και της παιδικής ηλικίας εννοούν εκείνη την παρέμβαση της ενήλικης κοινότητας και των θεσμών, που θα είναι ικανή να διασφαλίσει τη μετατροπή της προστασίας των ανηλίκων από απλή διάθεση σε παιδαγωγική πρακτική. Και ο τελευταίος όρος αποδίδεται με την ευρεία του έννοια, σύμφωνα με την οποία, τόσο το υπάρχον νομικό πλαίσιο, ο κοινωνικοποιητικός ρόλος των θεσμών, κυρίως της οικογένειας και της εκπαίδευσης, όσο και οι μέθοδοι της κοινωνικής πολιτικής που αφορούν στην παιδική ηλικία, επιτελούν και παιδαγωγική λειτουργία. Βέβαια κανείς δεν αμφισβητεί σήμερα ότι η παιδική ηλικία χρήζει προστασίας.
Τι παιδαγωγικό παράδειγμα καλλιεργούμε; Τι κάνουμε ως ενήλικη κοινότητα για την θεσμική προστασία της παιδικής ηλικίας όλων των παιδιών ;
Κάνουμε κυρίως λάθη με κυριότερο το διαχωρισμό των παιδιών από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Νομίζουμε ότι τα προστατεύουμε αλλά αυτή η προστασία παρέχεται με γνώμονα τα αποδιδόμενα με αρνητική χροιά γνωρίσματα της. Γιατί, έτσι η ενήλικη κοινότητα, όχι μόνο χρησιμοποιεί τις βασικές αρχές αυτών των γνωρισμάτων ως άλλοθι για να δικαιολογήσει τον κοινωνικό αποκλεισμό των παιδιών και την υπερβολικά περιορισμένη αυτονομία της παιδικής ηλικίας, αλλά τις ενισχύει και τις νομιμοποιεί. Μέσα από αυτή τη λογική άλλωστε, θα μπορούσε να ερμηνευτεί και η ανεκτικότητα και ανοχή προς την παιδική ηλικία που παρουσιάζουν οι επίσημοι φορείς κοινωνικοποίησης. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο όμως, από τη μια μειώνεται η αξία του ρόλου των θεσμών στην κοινωνική συγκρότηση της παιδικής ηλικίας ενώ από την άλλη, συντείνοντας στην παραμονή της θέσης της στην κοινωνική δομή, ενισχύεται η απόσταση μεταξύ της παιδικής ηλικίας και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να παρουσιάζεται ως μια ανιστορική και στατιστική πληθυσμιακή ομάδα (παιδιά), εντελώς απομονωμένη από τις κοινωνικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν τον κοινωνικό περίγυρο τη δεδομένη ιστορική στιγμή, ενώ εμφανίζεται (έντονα τα τελευταία χρόνια λόγω και της αριθμητικής αύξησης ) η ομάδα με τα παιδιά των διαζευγμένων και των εκτός γάμου αναγνωρισμένων τέκνων με επιπλέον προβλήματα ως αφορά την προστασία της παιδικής ηλικίας καθώς δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες κοινωνικοποίησης με τους συνομήλικους τους με άλλη οικογενειακή κατάσταση.
Τι κάνουμε θεσμικά ;
Αναγνωρίζεται βέβαια, η ιστορική προσπάθεια των Ηνωμένων Εθνών για τη σύνταξη της πρώτης σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού, και θεωρείται ως χρονιά ορόσημο, το έτος 1989, όταν στις 20 Νοεμβρίου υιοθετείται από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών η Σύμβαση για τα ∆ικαιώματα του Παιδιού(ΔΣΔΠ). Πρόκειται για έναν μακροσκελή κατάλογο κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, του οποίου τα μέτρα προστασίας κρίνονται με βάση το καλύτερο συμφέρον του παιδιού. Ταυτόχρονα αναγνωρίζεται υπέρ του παιδιού ένας, διαρκώς αυξανόμενος, ρόλος στη διαμόρφωση καταστάσεων που το αφορούν.
Ωστόσο, το νομικό καθεστώς που αφορά στα παιδιά εξακολουθεί να ορίζεται ως καθεστώς «ανηλίκων». Παρά τον έντονο παιδοκεντρικό χαρακτήρα της σύγχρονης, δυτικού πολιτισμού κοινωνίας, στα πλαίσια της οποίας από τη μια καθορίζεται η σχέση της γονεϊκότητας με την προσωπική επιλογή, αλλά και από την άλλη υπογραμμίζεται η μεγάλη σημασία που δίνεται στη φροντίδα και ανατροφή του παιδιού (ίσως και εξαιτίας της μείωσης της γεννητικότητας), η αναφορά και μόνο στη «βιολογική» και «ψυχολογική» ιδιαιτερότητα καθίσταται ικανή να δικαιολογήσει την εξαρτημένη θέση και την ανυπαρξία στην ουσία των δικαιωμάτων των παιδιών. Κι αυτό γιατί κοινή πεποίθηση των ενηλίκων του πολιτισμού μας – ανδρών και γυναικών – είναι να παρουσιάζονται ως «δίκαιες», «σωστές» και «φυσιολογικές» οι σχέσεις εξάρτησης της μειοψηφίας από την πλειοψηφία, με σκοπό τη συνοχή της«ομάδας». Και μάλιστα αυτές οι σχέσεις εξάρτησης νομιμοποιούνται και εφαρμόζονται στα παιδιά. (Delphy, C., «Απελευθέρωση των γυναικών ή συντεχνιακά δικαιώματα των μητέρων ; », στο: ∆ίνη, μτφρ. Μ. Κράλη, τεύχ. 7, 1994, σ. 206. Τα εισαγωγικά βρίσκονται μέσα στο κείμενο κι έτσι διατηρούνται κι εδώ. Η θέση των παιδιών άλλωστε είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θέση των μητέρων τους, δηλ. Των γυναικών, που σύμφωνα με το προϊσχύον οικογενειακό δίκαιο είχαν και αυτές θέση ανηλίκου. Βλ. Σχετικά στο: Παπαχρίστου, Θ., Εγχειρίδιο Οικογενειακού ∆ικαίου, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1997, αλλά και συγκεκριμένα στη σ. 5. )
Η κοινή αυτή πεποίθηση των ενηλίκων παρουσιάζεται ανάγλυφα στη στάση των δικαστηρίων όταν επέρχεται ρήξη-διαζύγιο-χωρισμός στην “ομάδα”.
Το δικαστικό δόγμα που επικρατεί είναι
“Η μικρή ηλικία του τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά νόμο στοιχείο για το προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή της ανάθεσης της επιμέλειας μόνο στον ένα ή τον άλλο από τους γονείς, γιατί η άποψη ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων , εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την πρώιμη βρεφική ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται βιοκοινωνικη υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου. Στη δικαστική συνεπώς κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου. Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και τα τυχόν αδέλφια του. Για το σκοπό τούτο λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων (ΑΠ 121/2011, ΑΠ 414/2010, ΑΠ 1316/2009, ΑΠ 952/2007 Νόμος).” Στην δικαστηριακή πρακτική η “βιοκοινωνικη υπεροχή της μητέρας” που κατά τον ΑΠ αφορά μόνο στην λεγόμενη “πρώιμη βρεφική ηλικία” τελικά εφαρμόζεται γενικά,ανεξάρτητα από την ηλικία του παιδιού, σε όλες τις Δικαστικές αποφάσεις. Περισσότερα δείτε εδώ
Με βάση τα παραπάνω, ο προβληματισμός μας επεκτείνεται και στη θέση του δικαίου αναφορικά με την προστασία της παιδικής ηλικίας. Η συνειδητοποίηση ότι το παιδί είναι ένας ανήλικος πολίτης απαιτεί νέο θεσμικό πλαίσιο που πρωτίστως θα παραδειγματίζει ως νόμος και δεν θα διαχωρίζει ως κοινωνία (πχ ανάλογα με το φύλο ή με γνώμονα την οικογενειακή κατάσταση των γονέων)
Που βασίστηκε το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο ;
Όσον αφορά το νομικό πλαίσιο, αναφέρεται ότι αυτόπροσδιορίστηκε από το Εθιμικό ∆ίκαιο και επηρεάστηκε βαθιά από το Ρωμαϊκό ∆ίκαιο, όπως αυτό εξελίχθηκε στο Βυζαντινό ∆ίκαιο και στις χώρες της ∆υτικής Ευρώπης.
Οι επιστημολογικές βάσεις των ελληνικών εννοιών για τη φύση και την πηγή των δικαιωμάτων προέρχονται από ένα μείγμα πλατωνισμού, θετικισμού και νεοκαντιανισμού. Η έννοια του ατομισμού, κεντρική στην αγγλοσαξωνική αντίληψη των δικαιωμάτων, δεν υπήρχε στον παραδοσιακό ελληνικό πολιτισμό, όπου η θέση του ατόμου, με προκαθορισμένο ρόλο και λειτουργία, μέσα στην ευρύτερη οικογένεια, ήταν αυτή που καθόριζε την ατομική του υπόσταση. Μέσα στην ομάδα, δικαιώματα και υποχρεώσεις ήταν συνδεδεμένα και αλληλοεξαρτώμενα, υπήρχαν όμως διαφοροποιημένες εξαρτήσεις στη δομή συγκεκριμένων διαπροσωπικών σχέσεων. Έτσι, η έννοια της ισότητας των δικαιωμάτων ήταν μάλλον ανύπαρκτη. Οι γυναίκες αλλά κυρίως οι ανύπανδρες γυναίκες, είχαν τα λιγότερα δικαιώματα, χωρίς όμως να έχουν και τις λιγότερες υποχρεώσεις.
Απόρροια των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών συνθηκών που προέκυψαν κυρίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, αποτελεί ο νέος τρόπος ζωής και σκέψης των ανθρώπων. Αυτός χαρακτηρίζεται από τη διάθεσή τους για βελτίωση των διαπροσωπικών τους σχέσεων, από αυτονομία και σεβασμό στην ελευθερία των επιλογών τους, αλλά και από μεγαλύτερη ανεκτικότητα στις εξελίξεις των διαφόρων φαινομένων. Κάτω από αυτό το πρίσμα, ο γάμος και η συζυγική-πυρηνική* οικογένεια άρχισε να αμφισβητείται και να μην αποτελεί πια το μοναδικό, κοινωνικά αποδεκτό, σχήμα οργάνωσης του ιδιωτικού βίου. Παράγοντες όπως: το μορφωτικό επίπεδο των μελών ενός κοινωνικού συνόλου, το οικονομικό τους επίπεδο, η κοινωνική τους τάξη, οι θρησκευτικές και πολιτικές αντιλήψεις και οι σχετικές με τις προγαμιαίες σχέσεις αντιλήψεις και τις μεθόδους αντισύλληψης, η σχετική νομοθεσία με τη σύναψη και λύση του γάμου, οι προτεραιότητες των φύλων ως προς τις επαγγελματικές τους επιλογές, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση εναλλακτικών σχημάτων οργάνωσης της ιδιωτικής ζωής.
Πως αλλάζουν οι κανόνες δικαίου ;
Σε όλες τις δυτικού πολιτισμού χώρες, παρά τις μεταξύ τους υπαρκτές διαφοροποιήσεις στο βαθμό εξέλιξης του θεσμού της οικογένειας, παρατηρείται μια αυξητική τάση στα ποσοστά των διαζευγμένων -διπυρηνικών** οικογενειών, των πολλαπλών γάμων, των ελεύθερων συμβιώσεων, τα οποία συνδέονται άμεσα με την αυξητική τάση του ποσοστού των διαζυγίων, των εκτός γάμου γεννήσεων αλλά και της επιλογής της εκτός γάμου μητρότητας/πατρότητας. Παρατηρείται επίσης μια σταδιακή μείωση των γεννήσεων, η οποία συνδέεται και με φαινόμενα όπως: μείωση αριθμού των γάμων, αύξηση του μέσου όρου ηλικίας της γυναίκας κατά τον πρώτο γάμο, επιμήκυνση της περιόδου ανάμεσα στο γάμο και τη γέννηση του πρώτου παιδιού. Συνοδεύεται όμως και από την εμφάνιση του συναισθήματος της μεγάλης φροντίδας των γονιών προς τα παιδιά τους, για την καλή τους υγεία, την ανατροφή και διαπαιδαγώγησή τους. Γι’ αυτό και οι γονείς προτιμούν να φέρουν στον κόσμο λιγότερα παιδιά, με το σκεπτικό ότι έτσι θα μπορούν να ικανοποιούν όσο το δυνατόν περισσότερο τις ανάγκες τους.
Οι ιστορικοί κοινωνικοί θεσμοί της σύγχρονης οικογένειας και του δικαίου διαπλέκονται ακριβώς στο σημείο που οι κοινωνικοί σκοποί της οικογένειας ανάγονται σε δικαιικούς. ∆ηλαδή οι ίδιοι αυτοί σκοποί που αφορούν στη δομή και τις λειτουργίες της οικογένειας ως κοινωνικού θεσμού, τυγχάνουν της προστασίας των αρχών του δικαίου. Η «κοινωνικότητα» και η «ιστορικότητα» του δικαίου, φαίνεται πως παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε περιπτώσεις αναθεώρησης, αντικατάστασης αλλά και κατάργησης κανόνων του. Κάτι τέτοιο βέβαια συμβαίνει σε περιπτώσεις που οι υπάρχοντες κανόνες δικαίου δεν ικανοποιούν τις τρέχουσες συνθήκες ζωής, ενώ υπάρχει παράλληλα η πολιτική βούληση για να υποστηριχθεί κάποια επικείμενη αλλαγή και επίσης, σε περιπτώσεις που παλιές κοινωνικές σχέσεις έχουν αντικατασταθεί από νέες.
Ένα παράδειγμα αλλαγής κανόνων δικαίου το ισχύον οικογενειακό δίκαιο του 1983
Από τη μία η επίδραση των κανονιστικών κειμένων του διεθνούς συμβατικού δικαίου και των οργάνων του Ευρωπαϊκού συστήματος περιφερειακής προστασίας, η σύσταση των οποίων προέκυψε κυρίως μετά τον πρώτο και δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με στόχο τη διεθνή προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και από την άλλη, η κατοχύρωση των βασικών πολιτισμικών αξιών από το Σύνταγμα του 1975, καθώς και η προσπάθεια της χώρας μας για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, οδήγησαν στη σύσταση τριών νομοπαρασκευαστικών επιτροπών από το 1979, ώστε να ψηφιστεί από τη Βουλή το 1983, το ισχύον οικογενειακό δίκαιο ως ο νόμος 1329/1983. Οι μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ο ν. 1329/1983 ήταν σημαντικές, σε ευρεία έκταση και ήταν ιδιαίτερα προοδευτικές. Άλλαζαν τελείως τη φυσιογνωμία του ελληνικού οικογενειακού δικαίου, μετατρέποντάς το από ένα αυταρχικό κι αναχρονιστικό δίκαιο σε ένα δημοκρατικό, φιλελεύθερο δίκαιο με ανθρώπινο πρόσωπο. Τα σχετικά κεφάλαια του προηγούμενου Αστικού Κώδικα ήταν βαθιά επηρεασμένα από θρησκευτικές αντιλήψεις κι έντονα εμποτισμένα από τις επιταγές του πατριαρχικού συστήματος και την επιτέλεση των ρόλων του. Η ανάγκη για την προστασία της «νόμιμης οικογένειας» αποτελούσε την ιδεολογική κάλυψη των δυσμενών, γεμάτων από ανισότητες, νομικών ρυθμίσεων. Σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις του ισχύοντος Αστικού Κώδικα, κατοχυρώνεται θεωρητικά η ισονομία των φύλων, καθιερώνεται το συναινετικό διαζύγιο και ο αντικειμενικός κλονισμός ως αιτία διαζυγίου, θεσπίζεται η κοινοκτημοσύνη αποκτημάτων και καταργείται ο θεσμός της προίκας, επέρχεται η νομική εξίσωση των παιδιών, ανεξάρτητα από το αν η πατρότητά τους θεμελιώνεται στην καταγωγή από γάμο ή στην – εκούσια ή δικαστική – αναγνώριση, μεταρρυθμίσεις που βρίσκονται στο ίδιο κάθε φορά κεφάλαιο.
Παράλληλα καταργήθηκε η ορολογία των «έγγαμων κι εξώγαμων γονέων και τέκνων». Αυτό σημαίνει ότι το εκτός γάμου παιδί εφόσον αναγνωριστεί η πατρότητά του εκούσια ή μέσω της δικαστικής οδού, έχει «ως προς όλα θέση τέκνου γεννημένου σε γάμο απέναντι στους δύο γονείς και τους συγγενείς τους» (άρθρο Αστικού Κώδικα 1484). Θεμελιώνεται δηλαδή και η συγγένεια ανάμεσα στον πατέρα (τους συγγενείς του) και στο παιδί, ενώ προκύπτουν συγχρόνως όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που πλαισιώνουν αυτή τη σχέση. Πρόκειται για το αμοιβαίο κληρονομικό δικαίωμα, το αμοιβαίο δικαίωμα για πλήρη διατροφή, αλλά κυρίως την αμοιβαία υποχρέωση για βοήθεια, στοργή και σεβασμό.
Δυστυχώς η μεταρρύθμιση εκείνη παρότι προχώρησε ουσιαστικά στην ισότητα των φύλων δεν προχώρησε στην ισότητα των γονέων. Αφέθηκε στην νομολογία με αποτέλεσμα τα προβλήματα που παρουσιάζονται στα παιδιά και στους γονείς 40 χρόνια τώρα να βρίσκονται σε τροχιά αύξησης. Η παγιωμένη δικαστηριακή και δικηγορική πρακτική έχει αποτύχει εδώ και δεκαετίες να αποτυπώσει και να ανταποκριθεί στη νέα κοινωνική πραγματικότητα.
Τι πρέπει να γίνει ;
Βήματα μικρά σίγουρα έχουν γίνει, τουλάχιστον ως προς τον κύριο κορμό των σχετικών νομοθετικών διατάξεων με την προστασία των δικαιωμάτων των εκτός γάμου παιδιών. Χρειάζεται όμως να γίνουν κι άλλα, συντονισμένα και σε πολλούς τομείς. Στο χώρο της εκπαίδευσης, της κοινωνικής πολιτικής, στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, στο πλαίσιο μικρών ή μεγαλύτερων ομάδων ανθρώπων που θα ενδιαφέρονται πραγματικά για την εξασφάλιση όλων εκείνων των απαραίτητων προϋποθέσεων, ικανών να προασπίζουν το καλύτερο δυνατό συμφέρον των παιδιών. Η ευθύνη για την απαγόρευση και την εξάλειψη κάθε μορφής διάκρισης λόγω φύλου και κοινωνικού στιγματισμού, που θα βασίζεται στην ίδια τη γέννηση των παιδιών, για την οποία αυτά τα ίδια δεν ευθύνονται καθόλου, είναι ατομική και συλλογική.
Η γονεϊκή ισότητα, η θεσμική προστασία της παιδικής ηλικίας και οι ίσες ευκαιρίες κοινωνικοποίησης σε όλα τα παιδιά, η εφαρμογή με ουσιαστικού δικαίου διατάξεις άρθρων της ΔΣΔΠ (όπως πχ αρ.18) εξακολουθούν να είναι ζητούμενα σε χώρα δυτικού πολιτισμού.
ΔΣ ΓΟΝ.ΙΣ ΑΘΗΝΩΝ
Έννοιες-ορισμοί
Πυρηνική οικογένεια ή παραδοσιακή ή άθικτη οικογένεια: θεωρείται η ύπαρξη δύο ή περισσοτέρων ατόμων μέσα στο νοικοκυριό, τα οποία σχετίζονται ως σύζυγοι ή ως συμβιούντες σύντροφοι. Έτσι, η πυρηνική οικογένεια περιλαμβάνει ένα ζεύγος χωρίς παιδιά ή ζεύγος με ένα ή περισσότερα παιδιά. Δύο άτομα θεωρείται ότι συμβιούν όταν έχουν συνήθη κατοικία το ίδιο νοικοκυριό, δεν είναι παντρεμένα μεταξύ τους και αναφέρουν ότι έχουν μια σχέση όμοια της έγγαμης.
Διπυρηνική οικογένεια ή μη άθικτη : θεωρείται η ύπαρξη δύο ή περισσοτέρων νοικοκυριών, τα οποία σχετίζονται ως πρώην σύζυγοι ή ως πρώην συμβιούντες σύντροφοι. Έτσι, η διπυρηνική οικογένεια περιλαμβάνει τους 2 γονείς που διαβιούν σε διαφορετικά σπίτια με ένα ή περισσότερα παιδιά. Είναι η οικογένεια που προκύπτει όταν χωρίζουν οι γονείς με παιδιά.
Νοικοκυριό: είναι το σύνολο των ατόμων που διαμένουν μόνιμα σε μια κατοικία (κανονική ή μη κανονική ) είτε έχουν συγγενικές σχέσεις είτε όχι.
πηγή της φωτογραφίας αφίσας inart12.org